United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με περιβόλια, με νερά, με δέντρα και με κάμπους, Και γύρα σ’ όλα τα χωριά, κι’ όλα τα χωριουδάκια, Χωράφια με γεννήματα, πυκνά και μεστωμένα, Κι’ αμπέλια χοντροκούτσουρα, πρατύφυλλα, γεμάτα Σταφύλια κατακόκκινα και κίτρινα σταφύλια, Κι’ ανάμεσα από τα χωριά και τα καλά χωράφια Κοπάδια γιδοπρόβατα, και βώδια και φοράδια Κι’ ανθρώπους ν’ αναδεύωνται και να μοχτούν με πόνο, Και κάπουκάπου κένταγε γυναίκες να λευκαίνουν, Μ’ άσπρα ποδάρια ολόγυμνα μες το νερό χωσμένα, Και κοπελλιές πανέμορφες στες ράχες να χορεύουν.

Δεν είχαν ξεπεράσει ακόμα τη μέση της αυλής ο προύχοντας με τον ξένον, όταν το μουλάρι του ξένου χλιμήτρησε, και το σκυλλί της Κώσταινας πετάχτηκε από το κουμάσι του και χωρίς ν' αληχτήση περικύκλωσε τον ξένο και ρίχνονταν γύρα του περίχαρο.

Στέκονταν όλοι γύρα στο επιθανάτιο κρεβάτι της δόλιας Μάννας, της αληθινής μάννας του σπιτιού και περίμεναν το τέλος της, την ύστερη πνοή της με βαρυοθλιμμένο πρόσωπο και με δάκρυα στα μάτια. Σε λίγο ήρθε κι' ο παπάς με τ' αρτοφόρι για να τη μεταλάβη.

Άλλος θυμάται τους χορούς, άλλος αγάλια αγάλια Με την βραχνή τζαμάρα του το «λάγιο αρνί» μαθαίνει, Άλλος τον ώμορφο βοσκό και την βασιλοπούλα Θυμάται του παραμυθιού που τούλεγε η βαβά του Κι' αρχίζει και το μολογάει και οι γύρα τον ακούνε.

— «Τσιτ! τσιτκαταραμένες! — φώναξε ο παπάς για να τες διώξη, η γριά όμως, που σ' άλλη περίσταση θα είταν ικανή να τες σκοτώση, δε θύμωσε καθόλου, αλλά είπε: — Άφς τες, παπά μ'! Ζώα είναι. Έχ'ν κι' αυτές δίκιο σήμερα να κάν'ν πασκαλιά. Κάθησαν τότε γύρα στο τραπέζι, ο παπάς ξαναβλόγησε κι' άρχισαν να τρώνε. Μόνον η γριά με τη Μαριανθούλα δεν έτρωγαν μ' όρεξη. Η χαρά τους την είχε κόψει.

Κι αν ίσως άλλο από μια ηχώ θολή στον άμμο γύρα δε βρίσκει ο ωραίος σκοπός, στοχάσου πως του διαλεχτού στάθηκε πάντα μοίρα· να μένη μοναχός. Κι ευγενικός, περήφανος τη μοναξιά σου τράβα σε κόσμο μαγικό αλλάζοντας τη θλίψη σου στο ερημικό σου διάβα, με πάντα νέο σκοπό

Και γύρα, κατά τες άκρες, που τα πλευρά του κατεβαίνουν στον κάμπο βραχόσπαρτα, ζώνεται το βουνό με καταχαλασμένα θεμέλια πολύγωνου κάστρου, γιομάτου πύργους και παραπόρτια, χτισμένου πρώτα με μεγάλα χοντροκομμένα πελασγικά ξηρολίθια κ' ύστερα με μικρά λιανολίθαρα συγκολλημένα μ' ασβεστόχωμα και με βύσαλα.

Τα λιθοσώρια οπ' άσπριζαν ολονυχτής στο βουνό απάνου, λαμποκοπούσαν τώρα στο περιαύλι της εκκλησιάς· και γύρα τους ολόρθος ο κόσμος του χωριού, ξεφορτωμένος και κατακόκκινος και χαριτωμένος κι ώμορφος και λαμπρός, εδέχονταν με χαρές και με παινετικά λόγια τους αντρειωμένους, οπού στερνοί στερνοί κατέβαζαν στους στοιχειωμένους των ώμους απάνου ολόβολα χάλαρα, ακέριους βαριοκομμένους βράχους.

Άμα έβλεπε κανένα σερνικό ν' αρπάζη του θηλυκού την τροφή, χυνότανε σα μπόρα στη μέση κι ο αδικητής άλλαζε δρόμο πριν δοκιμάση την άσπλαχνη μύτη του. Και συχνότερα, απλώνοντας ριπίδι το ένα του φτερό, έφερνε γύρα την αγαπημένη του, νταής παρασάνταλος και κούτσαβος των πουλιών μεθυσμένος.

Τες ώρες του πέρναε τώρα 'ςτον κήπο του μέσα, φυτεύοντας και καλλιεργώντας. Αργότερα όμως, για να φύγη τη μοναξιά και τη συλλογή που τον πλάκων' έτσι ολομόναχον, εσκέφθηκε να στήση τρεις πέντε μπάγγους ορθούς 'ςτην αυλή του και να συνάζη γύρα του τους γερόντους της γειτονιάς, και με την αφορμή να τους κάμνη τον καφετζή να βρίσκη κουβέντα και χρονοτριβή μ' αυτούς.