United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μάλλον από την αγωνίαν, παρά από τον καύσωνα, ο ιδρώς του κατέρρεεν εις μεγάλους θρόμβους από του μετώπου και των κροτάφων εις τον ταύρειον λαιμόν του. — Πάω να πιάσω δουλειά και πέφτω στη συλλογή και ξεχνώ τη δουλειά κι' όλο σένα συλλογούμαι και θέλω να σε 'δώ, ν' ακούσω τη φωνή σου γή σκιάς το χτύπο του πετάλου ταργαστηριού σου.

Δεν έσωνε ως τόσο μήτ' αυτή η αναποδιά να το σβύση το φως της χαροκαμένης ψυχής του, κ' η χαρά του, ισκιωμένη θα πήτε από βαθιά συλλογή, φεγγοβολούσε πάντα στο ήμερο πρόσωπό του και το χαρίτωνε με το συνηθισμένο του το χαμόγελο· και δεν είταν και μικρό πράμα να δουλεύη τώρα για το καλό της μικρής.

Οι σοφοί του γένους έχουν όλην την προθυμίαν για να το φωτίσουν, και είναι άξιοι να το κατορθώσοιν, μόνε λείπει ο τρόπος: αφορμής, οπού λείπει η γλώσσα για να συγγράψουν. Πώς! αποκρίθηκε ο Γέροντας, και δεν είναι η κοινή γλώσσα όλου του γένους! ο Λογιότατος, ύστερ από την συνηθισμένην του συλλογή, αυτή η Γλώσσα, είπε, θέλει διόρθωμα πρώτα. Και σαν τι διόρθωμα θέλει, παρακαλώ; ερώτησε ο Γέροντας.

Τότε απαντάει ο συγνεφιάς του Κρόνου γιος, ο Δίας «Σείστη της γης, μου μάντεψες με τι βουλή και γνώμη 20 σας έκραξα· ναί, συλλογή που σφάζουνται τους έχω.

Νομίζει ο καθένας που μπορεί να το κάμη. Είναι λάθος. Πρέπει πρώτα να μελετήση πολλά άλλα πράματα και πρώτα απ' όλα τη γλώσσα μας. Ως τώρα δεν έγινε καμιά τέτοια συλλογή που νάχη καμιά φωνολογική αξία. Ο Σύλλογος, που ξέρει τι θα πη σοβαρή μελέτη, θα θελήση μάλιστα να μορφώση μερικούς νέους, για να καταλάβουν τι είναι μια τέτοια δουλειά. Θα μας στείλη δυο τρεις νέους στην Εβρώπη.

Μπήκε μέσα μου μια παλληκαριά, μια ξαποφασιά, σαν κείνη που μου ήρχουνταν κατόπι στις θαλασσινές τις φουρτούνες απάνω. Βρίσκω αφορμή και τρέχω στην κάμαρά μου. Ίσια στο κρεββάτι μου χώθηκα. Όλη τη νύχτα συλλογή στο κρεββάτι. Ν' αλλάξω σπίτι και να γλυτώσω από τη γαλανομάτα τη Νεράιδα, καλό κι άγιο.

Δίπλα το ρέμμα κύλαε θολά νερά, βροντομαχώντας κι αφρίζοντας. Η βρύση της αυλής έτρεχε ακόμη με μουρμουρητό, σα φλύαρο στόμα γριάς που λέει τα ευτυχισμένα χρόνια της. Και το σπιτάκι με τους μουχλιασμένους τοίχους και τη μαύρη του σκεπή, φαινόταν βυθισμένο σε συλλογή. Μα ήρθαν οι άνθρωποι κι άλλαξαν για μιας μέσα κι όξω την όψη του.

Κι' αυτή μου είπε κοκκινισμένη στο πρόσωπο: — Μ' είχε συνεπάρει . . . κάποια συλλογή ... η πρωινή νύστα, . . . το ξημέρωμα . . . ξέρω κ' εγώ . . . το τραγούδι σου . . . Δεν είπεν άλλο. Χαμήλωσε και τα μάτια. Ούτ' εγώ μπόρεσα να την τηράω περισσότερο κατά πρόσωπο γιατ' ο λόγος της τούτος άναψε θέρμη μες τα μελίγγια μου.

Θανάση, ξύπνα· κάτσε εκεί που πάντα συνειθίζεις Και το γλυκό σου πάρε μας, Θανάση, το τραγούδι, Οπού τ' ακούγουν τα βουνά και χαίρουν, καμαρώνουν, Τ αγρίμια κ' ημερεύουνε, τα δέντρα χαμπηλώνουν, Και χύνει μόσχο-ανασασμό του βράχου το λουλούδι Γιατί σε τέτοια συλλογή κάθε χαρά να πνίξης; Η λίμνη πώς σε καρτερή τα χείληα σου ν' ανοίξης!! Και τι γλυκότερο απ' αυτό!

Καθόλου τα καλά σας δεν ζηλεύω, και ούτε νύφαις πλούσιαις γυρεύω. Εγώ μια μόνο έχω συλλογή, πότε θε να φωνάξωΑλλ . . . αγή! Ελλάς πατρίς μου, δεν σ' αγαπώ, για σε δεν καίω κι' εγώ λιβάνι, πάντα για σένα κακά θα 'πω, κι' ούτε σου πλέκω ποτέ στεφάνι. Όμως συγχώρει τον μισητόν, πατρίς γλυκεία και τροφοδότις, κι' εις τόσο πλήθος πατριωτών ας ήναι κι' ένας μη πατριώτης.