United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΠΑΡΗΣ Να με φυλάξη ο Θεός εμπόδιον να γείνω. θα σε ξυπνήσω την αυγήν την πέμπτην, Ιουλιέτα. Ως τότε, χαίρε· δέξου το το φίλημά μου τούτο. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Κλείσε την θύραν κ' έλα 'δώ. Κλαύσε και συ μαζή μου· ελπίς δεν μένει, πάτερ μου· δεν έχει θεραπείαν. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Αχ, Ιουλιέτα! έμαθα την λύπην που σου ήλθε, κ' η συλλογή μου είσαι συ, παιδί μου.

Σα να ταλησμόνησα πως η δουλειά, καθώς δε γίνεται με ταξίνι και με ταλέτρι μονάχα, έτσι και με τη συλλογή και με τη μελέτη μονάχα δε γίνεται, παρά και με τη φαντασία και με το στίχο.

Ημέρα νύχτα δεν μπορώ, Ποτέ ανάπαψι να βρω· Θρηνώ παντοτεινά μου Τα θλιβερά γραφτά μου. Ίσκιος στον κόσμο περπατώ, Και μήτε ξέρω που πατώ. Καθένας που με βλέπει Να με λυπιέται, πρέπει. Λύπης εγίνηκα πηγή· Και η βαθιά μου συλλογή, Μαζί μου πάντα μένει, Ποτέ δεν ξεμακραίνει. Νου δεν ποτάζω παντελώς· Παραλαλώ σαν ο τρελός. Ξεχωριστά παθαίνω, Και πάλι δεν πεθαίνω.

Τα σφουγγίζει μάνι μάνι με την ποδιά της, και μπαίνει σε βαθεια συλλογή. Αμίλητη, ανάκουγη, ασάλευτη, και μήτε ανασασμό. Κ' εκεί που κάθουνταν έτσι, αθώρητη κι αγνώριστη ζουγραφιά, ακούγει ποδοβολητό αποκάτω. Κάμνει πως σκύβει, και βλέπει δυο λεβέντηδες κι ανεβαίνουν το μονοπάτι, τα τουφέκια στον ώμο. Είταν ο αδερφός του Πανάγου ο Γιάνης κι ο αξάδερφός του ο Μιχάλης. Βγαίνανε στους λαγούς.

Εις ανάμνησιν της σφαγής των τέκνων διεσώθη το υπ' αριθμόν XLVIΙΙ εν τη συλλογή του Κυρίου Πασσόβ αναγινωσκόμενον άσμα. Πολλά τουφέκια αντιβογούν, μιλλιόνια, καρυοφύλλια, Αλή Τζεκούρας χαίρεται και ρίχνειτο σημάδι.

Τότες τ' απάντησε η θεά, του Δία η θυγατέρα «Ήρθα οχ τον ουρανόνε εγώ να πάψω το θυμό σου, αν θες ν' ακούσεις, κι' η θεά μ' έχει σταλμένα η Ήρα, που συλλογή ίση και των διο σας έχει κι' ίση αγάπη.

Μεγάλη δηλαδή συλλογή από κάθε διάταξη των πρώτων αυτοκρατόρων, καθώς και του ίδιου του Ιουστινιανού, όσες δεν κατάντησαν αχρησίμευτες και περιττές, σε σειρά χρονολογική βαλμένες. Από δυο χιλιάδες νομικά βιβλία είτανε μαζεμένη η Πανδέχτη.

Από των τοίχων εκρέμαντο κατά τάξιν σάκκοι δερμάτινοι παλαιωμένοι, κατασκονισμένοι, όπερ εδείκνυεν ότι από πολλού ήσαν εν αχρηστία, κ' εξ αυτών προέκυπτον φυλλάριά τινα ακανθώδη, μαραμένα, ερυθρωπά, υποκίτρινα, άλλα λεπτά και στιλπνά, άλλα ταινιώδη, λογχοειδή, συλλογή όλων των ειδών του φυτικού βασιλείου.

Κι αφού την κάμουν να στενάξη ηδονικά, να χάση τον ύπνο και να την αρπάξουν τα όνειρα κ' η συλλογή, τραβούν τον δρόμο τους για την άλλη, και απ' αυτή ύστερα για την άλλη ακόμα, σ' όλες πέρα, πέρα. Έτσι και κείνο το βράδι θα γίνουνταν μια καλή μπαντονάδα. Κι ως ότου νάρθουν τα μεσάνυχτα και πέρα ακόμα, η ώρα της γύρας, η παρέα έπρεπε να γλεντήση πολύ ακόμα μέσα στην σκοτεινή εκείνη ταβέρνα.