United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως και τα δυστυχήματα σε καλό του βγαίνανε. Δίχως τη Στάση του Νίκα δε θα καίγουνταν η παλιά η Αγιά Σοφιά. Αμέσως τάρχισε, καθώς είδαμε, ο αυτοκράτορας το νέο της χτίσιμο. Είταν ο καινούριος ρυθμός καλλιεργημένος στην Ασία τώρα και κάμποσα χρόνια. Πρώτη φορά δεν είταν που ήρθαν οι επαρχίες να στολίσουν την Πρωτεύουσα· από τον καιρό της Ρώμης αυτό.

Αν η φιλοσοφία είχε ξεθυμάνει, καθώς είδαμε, στην Αθήνα, και κατάντησε αγυρτεία, στην Αλεξάντρεια όμως, που είταν μαζεμένο διαλεχτό Ελληνικό στοιχείο, και με την προστασία των Πτολεμαίων πλούσιο κ' ευτυχισμένο, βγαίνανε σοφοί ανθρωπινώτεροι, και για την εποχή εκείνη στ' αλήθεια σπουδαίοι. Την έχουμε ακουστά την Αλεξαντρινή τη Σκολή, τους γνωρίζουμε τους Νεοπλατωνικούς, τους οπαδούς τους Πλωτίνου.

Άντρες και γυναίκες κοίτονταν έτσι, πλάτες με πλάτες, γυρίζονται τα μούτρα τους με σιχασιά και καταφρόνια..... Αυτές οι φριχτές στάμπες, αυτές είναι, γιατρέ, ο Έρωτας που δουλεύει σήμερα στον κόσμο. ΜΙΣΤΡΑΣΝα σε χαρώ, μάτια μου, είχα καιρό ν' ακούσω την παλιά σου ευγλωττία. Τώρα τελευταία τα λόγια σου βγαίνανε με το τσιμπίδι. Μπράβο, μα την αλήθεια τον Θεού. Ωραία μίλησες.

Την άλλη μέρα, μετά το δείπνο, καθώς βγαίνανε από την τραπεζαρία, η Κυνεγόνδη και ο Αγαθούλης βρεθήκανε πίσω από ένα παραβάν η Κυνεγόνδη άφησε να της πέση το μαντήλι, ο Αγαθούλης το σήκωσε· εκείνη τούπιασε το χέρι αθώα, ο νέος φίλησε αθώα το χέρι της νεαράς δεσποινίδος με μια ζωηρότητα, ένα αίσθημα, μια χάρη ολότελα ξεχωριστή· τα στόματά τους συναντήθηκαν, τα μάτια τους εφλογίστηκαν, τα πόδια τους τρεμουλιάσανε, τα χέρια τους παραστράτησαν.

Ύστερα ησύχασε πάλι μια στιγμή. Το σώμα έγυρε απάνω στα χέρια που τον κρατούσανε. — Μη φοβάσαι, Γιώργη! θα περάση! εδώ είμαστε! κ' η Ασημίνα κ' εγώ... Κουράγιο!... Τα λόγια του Βαγγέλη βγαίνανε τρεμουλιαστά, κομμένα μισά. Ο άρρωστος γύρισε το κεφάλι του με κόπο σαν να γύρευε κάποιον. — Εσένα γυρεύει! φώναξε ο Βαγγέλης στην Ασημίνα. Εκείνη έσκυψε μπροστά του πασχίζοντας να χαμογελάση.

Μα τώρα πάω ναν τόνε δω, ν' ακούσω απ' το παιδί μου τι τον λυπάει ενώ κάθεται αλάργα από πολέμουςΕίπε κι' αφίνει τη σπηλιά, κι' οι άλλες δακρυσμένες 65 μαζί της όλες πάγαιναν, και γύρω τους το κύμα σπούσε. Κι' απέ σαν έφτασαν στης Τριάς τα φαρδοκάμπια, βγαίνανε αράδα στην ξηρά, εκεί συρμένα ως όξω πούταν πυκνά τα γλήγορα των Μυρμιδόνων πλοία μ' άρχο τους του Πηλιά το γιο.

Κι όμως αυτά τα μάτια δε μ' αφίναν ήσυχο, βγαίνανε πάντα μπροστά στη φαντασία μου αστραφτερά και μελαγχολικά, κρύβοντας κατιτί λαχταριστό κι ευλαβητικό μαζί. Αν καθρεφτίσανε ποτέ δυο μάτια μια ψυχή, είταν τα δικά της μάτια. Όταν συλλογίζουμαι όλη τη ζωή, που έζησα με τη γυναίκα μου, βρίσκω πως σε όλα τα διαφορετικά της στάδια κανείς άλλος δε με δίδαξε όπως αυτή, να φυλάξω το θρησκευτικό αίστημα.