United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στον Κ. Μάνον Το γεροντάκι αποκοιμήθηκε στα ύστερα στην άκρη του και η μεγάλη λάμπα αντικρύ του με το πράσινο κομψό αμπαζούρ της, φώτιζε γελαστό το μισοασπρισμένο κεφάλι του· κοιμούνταν τον ευτυχισμένο αγροτικό ύπνο του. Η πλακόστρωτη ταράτσα καταστοιβαγμένη από πρασινάδες και λουλούδια ολόγυρα, είταν το μόνο φωτισμένο μέρος του μικρού σπιτιού, που κοιμούνταν σε βαθειά σιγαλιά.

Όλην την ώρα το πρόσωπό της είναι σοβαρό, μα κ' ευτυχισμένο και φωτεινό και πρι να σηκωθή, φιλεί το χώμα κάτω από τα πόδια της κ' έπειτα στέκει και ρίχνει μια ματιά στο μνήμα. Ολάκερο δάσος από φυτά ανθεί σε γλάστρες γύρω στο μνήμα και νωπά λουλούδια είναι απάνω στο ύψωμα.

Ας είν' καταραμένη! Τι έφταιξε κι αυτή. Έγεινεν ότι την έκαμεν η πρόληψις η ψεύτικη και της σκλαβιάς τα σίδερα, και η παληές ιδέες, και η τύφλωσις του νου, και του μωρού του κόσμου τα παινέματα... Κ ώ σ τ α ς. Ενώ εσύ, Μαρία, μεγάλωσες ένα παιδί, σαν ήρωα, ένα θριαμβευτή της πειό καλής, της πειό αληθινής ζωής, ένα λεβέντη ευτυχισμένο και γενναίο και σοφό.

Μα όταν μπαίνη μέσα, έρχεται ίσια σε με, βγάζει το φυλαχτό και μου λέει τι έχει μέσα. Έπειτα μου το φέρνει εμπρός στο στόμα και με παρακαλεί να το φιλήσω. Το κάνω για να μην της ταράξω τη χαρά και μ' ένα ευτυχισμένο χαμόγελο το ξανακρύβει στο στήθος της ενώ λέει: — Αν ήξερες πόσο είμαι ευτυχισμένη όταν είμαι έξω κοντά στο Σβεν, δε θα σε πείραζε που πηγαίνω τόσο συχνά.

Πάρε με στον ευτυχισμένο τόπο για τον οποίο μου μιλούσες άλλοτε. Στον τόπο από τον οποίο δε γυρίζουν, όπου λαμπροί μουσικοί τραγουδούν ρυθμούς χωρίς τέλος. Πάρε με! — Ναι, θα σε πάρω στον ευτυχισμένο τόπο των ζωντανών. Πλησιάζει ο καιρός. Μήπως μένουν πεια κι' άλλες πίκρες να πιούμε; κι' άλλες χαρές; Πλησιάζει ο καιρός. Όταν έρθη το πλήρωμα του χρόνου, αν σε καλέσω Ιζόλδη, θάρθης;

Το γεύμα είταν όμορφο κι αυτό, αγροτικό κ' ευτυχισμένο, θάλεγε κανείς πως στη μικρούλα αυτή άκρη της γις έρχουνταν και κρύβουνταν ζηλότυπα του κόσμου η ευτυχία. Δεν είχαν γνωριστή περισσότερο από δυο τρεις ώρες και ο καθείς του ένιωθε μεγάλη ηδονή να βλέπη και να μη χορταίνη μέσα στ' ολίγο φως της λάμπας, τα μάτια του άλλου.

Κύπρο, Φοινίκην, Αίγυπτο, και χώραις Αιθιόπων, και Σιδονίων κ' Ερεμβών εβγήκα, και Λιβύαν, όπου τ' αρνιά από γενετής τα κέρατα φυτρόνουν, 85 και τρεις φοραίς τεκνοποιούν τα πρόβατα τον χρόνο. κει του ποιμένα περισσά, καθώς και του κυρίου, είναι τυρί και κρέατα και το γλυκό το γάλα, ότι έχουν πάντοτ' άφθονο το γάλα να τ' αρμέγουν• κ' ενώ πλούτη συνάζοντας κει πέρα εγώ πλανούμουν, 90 ωστόσ' άλλος μου φόνευσε τον αδελφό μου κρύφια, απάντεχα, με της μιαρής συντρόφου την απάτη, κ' ιδού γιατί δεν χαίρομαιτα πλούτη αυτά, 'που έχω. και τούτα θα τ' ακούσετε και σεις απ' τους γονείς σας, όποιοι και αν είναι, ότι έπαθα πολλά, κ' έχασα σπίτι 95 ευτυχισμένο με καλά και υπέρλαμπρα περίσσα. κ' έστεργα εγώσπίτι μου το τρίτο να μου μείνη, και εις την ζωή να εσώζονταν οι άνδρες, οπού πέσαν, εις την Τρωάδα την πλατειά, μακράν από το Άργος. και όλους τους κλαίω και οδύρομαι, και το συχνό κλεισμένος 100 εις τα δικά μου μέγαρα, καθήμενος δακρύζω, και ώραιςτο κλάμμα χαίρεται η ψυχή μου και ώραις παύω• γοργά του κρύου κλάμματος ο πόθος ησυχάζει. αλλ' αυτών όλων των ανδρών ο πόνος δεν με θλίβει όσον ενός, 'που ο πόθος του φαγί μου παίρνει κ' ύπνο• 105 ότι κανείς των Αχαιών ωσάν τον Οδυσσέα δεν μόχθησε, ουδ' εβάσταξεν αλλά το 'θελε η μοίρα αυτός να πάθη και άσβυστοςεμέ να μείνη ο πόνος κείνου, ότι λείπει δα καιρούς, ουδέ κανείς γνωρίζει ζη κείνος ή απέθανε• και τώρα θα τον κλαίουν 110 η Πηνελόπ' η φρόνιμη, ο γέρος ο Λαέρτης, και ο Τηλέμαχος, 'π' άφησετο σπίτι ακόμη βρέφος».

Θυμάσαι πως σου το είπα τότε; Πίστευα τότε πως μου τον έστειλε ο θεός για να με κρατήση στη ζωή κ' έτσι να μπορέσω να σε κάμω ευτυχισμένο καθώς το πιθυμούσα και παρακαλούσα κάθε βράδι το θεό γι' αυτό. Πίστευα σταθερά πως ο θεός με άκουσε και μιλούσα γι' αυτό με το μικρό Σβεν όταν είμαστε μόνοι και δεν μπορούσε νακούση κανείς τα λόγια μας. Μα τώρα, Γιώργο, τώρα αυτός μ' αφίνει.

Και για να μη λησμονήσω ποτέ το Σβεν. Την ημέρα αυτή περπάτησε στον κήπο στηριγμένη απάνω μου. Τα πόδια της είταν ακόμα αδύνατα κ' αιστανόμουνα το βάρος της να πέφτη όλο απάνω μου, είμαστε όμως χαρούμενοι σαν παιδιά κ' η Έλσα γελούσε με τον εαυτό της, που δεν μπορούσε να περπατήση καλά, γελούσε μ' ένα κάπως άρρωστο, μα βαθιά ευτυχισμένο γέλιο, έτσι που μου έκανε χαρά, που μπορούσα και τη στήριζα.

Είναι γεμάτο από καθαρότατο φως· θαρρεί κανένας πως ολούθε βλέπει εικόνες του Ερκουλάνου και οι εικόνες αυτές βοηθούνε τη φαντασία μας όταν το διαβάζουμε. — Το μέτρο, που κλείνει μέσα του ολάκαιρο το έργο, μου φάνηκε θαυμάσιο, είπα· δύσκολα μπορεί κανείς να βρη υπαινιγμό για πράγματα έξω από το θέμα, που θα μας έσπρωχναν έξω από τον ευτυχισμένο κύκλο.