United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έξοχος όχι μονάχα αρχιτέχτονας, μα και μηχανικός και μαθηματικός. Δηγούνται μάλιστα μερικά περίεργα μηχανικά του παιχνίδια, καθώς όταν τον πείραζε κάποιος του γείτονας με φωνές απάνω από την κατοικία του, κ' έκαμε τεχνητό σεισμό μ' ατμό για τον τρομάξη και να γλυτώση από τη γειτονιά του.

Αν κι αναθεμάτιζε εκεί μέσα και το Νεστόριο και τον Ευτυχή, τους χριστολογικούς όμως τύπους τους δεν τους πείραζε, να μην αγριέψουν οι Μονοφυσίτες. Πάσκισε μάλλους λόγους να πάρη μεσιανό δρόμο, να τα οικονομήση. Οι δυο άκρες όμως, οι φανατικοί ορθόδοξοι κ' οι φανατικοί αιρετικοί, χεροτέρεψαν αντίς να ησυχάσουν, κ' έτσι από δυο κόμματα που είταν είχαμε τώρα τρία.

Ένας άλλος είταν πια αλήθεια κριτικός, μα τι κριτικός! κριτικός με τα σωστά του, κι από τα βιβλία του έφεγγε τέχνη, έφεγγε επιστήμη. Οι μικροπολίτες τραγωδία δεν είχανε, μήτε κωμωδία, μήτε ιστορία, μήτε μυθιστορία, μήτε κρίση, μήτε επιστήμη, μήτε τέχνη. Μα δεν πείραζε. Είχαν ένα σωρό κριτικούς, κωμικούς, τραγικούς και σοφούς.

Η αδερφή του η μεγάλη, το Κυρατσώ, τον πείραζε. — Καλά έκανες και δεν παντρεύτηκες, Μοναχάκη. Θα σε χώριζε η γυναίκα σου... Στον καφενέ το ίδιο. Κάτω στο γιαλό ήταν ο καφενές του Καπετάν- Πεφάνη. Μια φορά, στον καλό καιρό, ήτανε ανεμόμυλος.

Τι έγεινε λοιπόν; Ανελήφτηκε; Έβαλε τις φωνές: — Ασημίνα!. ... Ασημίνα!... Έλα δω, Ασημίνα!... Γρήγορα!... Η κόρη επρόβαλλε στο θυρόφυλλο τρομασμένη, κυττάζοντας με απορία την κυρία της. Δε μπορούσε να καταλάβη την τόση της αγανάχτηση. Τι την έμελλε τάχα κι αν είχε τον αρρεβωνιαστικό της; Τι την πείραζε κι αν ήταν μέσα στη σάλα; Θα την έτρωγε τη σάλα της; Όχι βέβαια. Θα την στόλιζε.

Μπορούσε να γίνη κακό μάθημα για τους λαούς τους. Δε συλλογιούντανε διόλου πως ο Τούρκος είτανε καταχτητής, μα κι αν το συλλογιούντανε, δεν τους πείραζε, γιατί το ίδιο έκανε, αφού δεν είναι ο Τούρκος ο μόνος καταχτητής, κι όπου βλέπουνε σηκωμό, θαρρούνε αμέσως πως θα σηκωθούνε κ' οι χώρες που έχουν ίδιοι τους σκλαβωμένες.

Τι θα με πείραζε, σας παρακαλώ, η καθαρέβουσα, τι θα μπορούσα νάχω κιόλας να πω εναντίο της, αν είτανε αρχαία γλώσσα; Όσα λέμε δω, είναι, σας βεβαιώνω, πολύ απλά· πολλές σοφίες δε θέλουνε, για να τα νοιώσουμε. Ας τα νοιώσουμε λοιπόν και μια ώρα προτήτερα, να δήτε πως τα σιάζουμε όλα. 28 του Τρυγητή, 1901. Αξιότιμε Κύριε, Τώρα μόλις έλαβα τον αριθμό 211 της «Εφημερίδος» σας.

Μα όταν μπαίνη μέσα, έρχεται ίσια σε με, βγάζει το φυλαχτό και μου λέει τι έχει μέσα. Έπειτα μου το φέρνει εμπρός στο στόμα και με παρακαλεί να το φιλήσω. Το κάνω για να μην της ταράξω τη χαρά και μ' ένα ευτυχισμένο χαμόγελο το ξανακρύβει στο στήθος της ενώ λέει: — Αν ήξερες πόσο είμαι ευτυχισμένη όταν είμαι έξω κοντά στο Σβεν, δε θα σε πείραζε που πηγαίνω τόσο συχνά.

Προσπάθησε να σύρη τον κορμό της καρυάς κοντά στο τραπέζι του· μα στάθηκε αδύνατο· πού να μετακινηθή τόσο βάρος! Κ' η ώρα πλάκωνε. Σκέφτηκε τότε να σηκώση τάγαλμα και να ταπιθώση στον κορμό. Ας ήταν κ' εκεί που ήταν δεν πείραζε. Βέβαια κοντά στο τραπέζι ήταν η καλήτερη θέση· μόλις άνοιγε κανείς την πόρτα τ' αντίκρυζε· μα τι να γίνη; τέτοια ώρατέτοια λόγια.

Έρριξε λοιπόν κι αυτή ένα μαυρόρουχο από πάνω της, τυλίχτηκε μαυρομάντιλο, έγινε πεντάμορφη χωρίς να το ξέρη, και ξεκίνησε με τη θεια της, συνεφερμένη τώρ' από την τρομάρα. Ώσπου να κατασταλάξη στην εκκλησιά, τάμαθε όλα η Ασήμω. Τόξεραν όλοι οι χριστιανοί του Δημήτρη το κάμωμα. Και τι πείραζε και να τόξεραν. Όλοι τους ένα είτανε στην τουρκομάχητ' απάνω, γυναίκες κι άντρες.