United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι όμως πρώτος απ’ όλους, μόλις βαρούσε η καμπάνα, τα βροντούσε όλα χάμω κ’ έτρεχε σπίτι, κόβοντας δρόμο απ' την Πλάκα και την Άγια Αικατερίνη κ' έπειτα πίσω απ' το Στρατιωτικό Νοσοκομείο, για να οικονομήση και το καθημερινό έξοδο του τροχιόδρομου καθώς έλεγε στον εαυτό του.

Και ο ζωέμπορος δεν ήτο άλλος παρά ο ιππεύς εκείνος του Στρεμμενού· όλα συνεφώνουν και το χρώμα του πορτοφολίου και το ποσόν των χρημάτων και ο τόπος αυτός. Είνε αληθές ότι και τότε αν τα είχε και τα έδιδεν ελύετο ο αφορισμός· αλλά πού να εύρη αυτός, πτωχός εργάτης, τριακοσίας δραχμάς. Καθ' όλην την ζωήν του αν ειργάζετο δεν ήτο δυνατόν να τας οικονομήση.

Η τιμωρία του ήτο άφευκτος· το πάθημά του δεν εδέχετο άλλην θεραπείαν¬ ή έπρεπε να δώση οπίσω τα χρήματα άθικτα ή αιωνία κόλασις και μίασμα της γης και κατάρα του ουρανού. Αλλά πώς να οικονομήση τα χρήματα αυτά;!. . — Ποιος μου δίνει! ποιος με 'μπιστώνει εμένα; έλεγε καθ' όλον τον δρόμον του, μονολογών. Αίφνης εσυλλογίσθη τον Γιάννη Ρούσον.

Εν τούτοις βλέπομεν ότι τα στρατιωτικά έξοδα από του 1833 1843 ανήλθον εις 67,344,044 δρ. ήτοι εις 6,122,185 δρ. ετησίως• ήρκει λοιπόν να είχον απ' αρχής περιορισθή εις 4,400,000 κατ' έτος, όπως το όλον άθροισμα περιορισθή εις 48,400,000 δρ. και κατ' ακολουθίαν η Ελλάς οικονομήση 19,000,000 δρ. .

Αυτός του εξέθεσεν εν συνόψει την κατάστασιν του στρατοπέδου, περί δε της Ακροπόλεως του εκοινοποίησε τας τελευταίας επιστολάς των πολιορκουμένων. Ο Κόχραν επαινέσας τον ζήλον του στρατεύματος, επρόσφερεν εις αυτό διά του Καραϊσκάκη μίαν σημαίαν κυανήν, έχουσαν εν τω μέσω την γλαύκα, υπεσχέθη δε να οικονομήση όλας τας ελλείψεις του. Περί δε της Ακροπόλεως ωμίλησε με πολλήν ζωηρότητα.

Η Διοίκησις, γνωρίζουσα αφ' ενός μέρους πόσον αναγκαίος ήτον ο Καραϊσκάκης εις την εκστρατείαν ταύτην διά τα προσωπικά του προτερήματα και διά την οποίαν έχαιρεν υπόληψιν από το στρατόπεδον, μη θέλουσα δε αφ' ετέρου να δυσαρεστήση και τον Φαβιέρον, τον οποίον ομοίως ενόμιζεν ωφέλιμον διά τα πράγματα της Στερεάς Ελλάδος, επροσπάθησε να συμβιβάση την μεταξύ των διαφοράν· και διά να οικονομήση την αίτησιν του Φαβιέρου, χωρίς να πειράξη την φιλοτιμίαν του Καραϊσκάκη, έγραψε προς τον δεύτερον να συμβουλεύεται τον Φαβιέρον εις τα πολεμικά του σχέδια, ως άνθρωπον έμπειρον εις τα πολεμικά και φίλον της πατρίδος.

Και τι θαρρείς; Είνετο χέρι μας; Αυτά είνε του Θεού. Όποιος πιστεύει εις τον Θεόν, αυτός ελπίζει. Ποτέ μου, γειτόνισσα, δεν απελπίσθηκα. Τα κορίτσια μου είνε του Θεού. Ο Θεός γνωρίζει πώς θα τα οικονομήση. Σώπα, γιατί τώχω σε κακό μου να μου κόπτουν την ελπίδα. Όποιος κόπτει την ελπίδα από τον άλλον, του κόπτει την ζωήν. Τα κορίτσια μου είνε του Θεού. — Αμ' δεν είνε του Θεού!

Ο βασιληάς επονοκεφαλούσε να εύρη πώς ήτο δυνατόν να τον οικονομήση, όταν έτυχε ν' αποθάνη ο επί της δημοσίας εκπαιδεύσεως υπουργός. Μη έχοντας πρόχειρον καμμίαν άλλην, έδωκεν εις τον γέρον την θέσιν του μακαρίτη, και από τότες εγεννήθη και σώζεται ακόμη εις πολλά μέρη η συνήθεια να δίδεται εις τον πλέον αγράμματον το υπουργείον της παιδείας. Μεγάλη δυστυχία είνε να έχη κανείς πολύ καλήν καρδίαν.

Ενώ δε ο ξένος εδείπνει, ο χωρικός έβαλε τα τέκνα του να προσευχηθώσι, και ακολούθως να κοιμηθώσι πλησιέστερα παρά το σύνηθες, όπως οικονομήση τόπον και διά τον ξένον του· δείξας δε προς αυτόν την οποίαν τω ητοίμασε κλίνην, έτρεξε πάλιν προς την ασθενή σύζυγόν του.

Και επανέλαβε: — Έτσι που λες, γειτόνισσα. Εγώ τα κορίτσια μου τα άφησα εις τον Θεόν. Ο Παντοδύναμος θα τα οικονομήση. Η αιγλήεσσα αιθρία επανήλθε πάλιν εις το πρόσωπον της Γερακούλας. Ήδη η γειτόνισσα απεχωρίζετο. Έφθανεν εις το κτήμα της. Απεχαιρέτισε τας καλάς συντρόφους της, αίτινες έκλιναν ήδη προς το σκοτεινόν μέγα ρεύμα, και εισήλθεν εις το κτήμα της.