United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι όλη μέρα τρώγανε ώστε να πέσει ο Ήλιος, και τάχανε όλα όσα ζητάει καλό 'να φαγοπότι, λαγούτο θες πεντάμορφο που το βαρούσε ο Φοίβος, θες Μούσες που τραγούδιζαν με χάρη αράδα αράδα.

Τότε ανεβαίνει βιαστικός στο στέριο αμάξι ο γέρος κι' όξω τραβά απ' τ' αχόλαλο λιακό κι' απ' τ' αβλοπόρτι. Το κάρο ομπρόςτετράροδοτραβούσαν τα μουλάρια που τα οδηγούσε ο φρόνιμος Νιδιός· και πίσω ο γέρος 325 βαρούσε τ' άτια, και γοργά τους φώναζε να τρέχουν κάτου το κάστρο. Κι' οι δικοί τον συνοδέβανε όλοι πικρά θρηνώντας, πούλεγες πως σε σφαγή παγαίνει.

Κι' ο Φοίβος πάει ως στων στρατών και χώνεται την πύκνα, κι' άσκημη ρήχνει ταραχή στων Αχαιών τους λόχους, μα δόξα δίνει κι' αφοβιά στον Έχτορα στους Τρώες, 730 κι' άξαφνα γύρισαν γραμμή τους Αχαιούς να φάνε, 552 μ' ομπρός ομπρός τον Έχτορα, το φοβερό λιοντάρι. Αφτός καθ' άλλον άφινε οχτρό και δε βαρούσε, 731 κι' ίσια στον Πάτροκλο όρμησε.

Κι' είταν κοντά στο τέλος της όλη η δουλιά, να τόσο π' ακόμα ακόλλητα έμεναν τα σκαλισμένα αφτιά τους· αφτά να φτιάσει πάσκιζε και τα καρφιά βαρούσε.

Κι όμως πρώτος απ’ όλους, μόλις βαρούσε η καμπάνα, τα βροντούσε όλα χάμω κ’ έτρεχε σπίτι, κόβοντας δρόμο απ' την Πλάκα και την Άγια Αικατερίνη κ' έπειτα πίσω απ' το Στρατιωτικό Νοσοκομείο, για να οικονομήση και το καθημερινό έξοδο του τροχιόδρομου καθώς έλεγε στον εαυτό του.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Την περασμένην νύκτα, εψές, ενώ τ' αστέρι, αυτό 'πού θέσιν έχει δυτικά του πόλου, τον δρόμον του είχε τρέξη να φωτίση εκείνο το ουράνιο μέρος, όπου τώρα σπινθηρίζει, ο Μάρκελλος κ' εγώ, καθώς βαρούσε η μία, — ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Στάσου, αντικόψου· ιδές, έρχεται πάλιν! Εισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Όλος εις την μορφήν του ο πεθαμένος βασιλέας! ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Οράτιε, σπουδασμένος είσαι , ομίλησέ του.

Τραγουδούσαν οι άλλοι άντρες, φώναζαν, γελούσαν, έρριχναν πιστολιές από καβάλα στα δέντρα που διαβαίναμε' χωράτευαν με τους διαβάτες που συναπαντούσαμε, έσκιαζαν με ρεκασμούς τα γίδια που βρίσκαμε να βόσκουν κατάστρατα σκαρφαλωμένα, στ' αγριοπρίναρα, ξάφνιζαν με χουγιακτά τον πιστικό που στον όχτο παράμερα βαρούσε την τζαμάρα του. Εγώ αναίσθητος, ξένος και παντάξενος σ' όλ' αυτά.

Κι' ο Τέφκρος βγάζει δέφτερη σαΐτα να τραβήξει στον Έχτορα, και θάπαβε τη μάχη ομπρός στα πλοία αν τον βαρούσε πούτανε το πιο γερό κοντάρι. 460 Μα τον Διός δε γέλασε το μάτι, π' αγρυπνούσε μην πάθει ο Έχτορας, κι' αφτή τη δόξα δεν τ' αφίνει, Μον την καλόστριφτη του σπάει χορδή του στο δοξάρι καθώς τραβούσε απάνου του. Και πάει στραβά η σαΐτα, κι' όξω απ' το χέρι τούπεσε το λυγιστό δοξάρι. 465

Έτσι λοιπόν τους πρόσταζε και πίσω τους βαρούσε, και πάλι αφτοί στη συντυχιά προστρέχανε απ' τα πλοία κι' απ' τις καλύβες με βουή, παρόμια σαν το κύμα του πολυτάραχου γιαλού, που σ' ακρογιάλι απάνου μεγάλο κοματιάζεται κι' η θάλασσα μουγκρίζει. 210