United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τότες πια οι Αργίτες όξω απ' τους χτύπους το νεκρό τραβούν ξαλαφρωμένοι και τον πλαγιάζουν σε ψαθί. Κι' οι φίλοι του θρηνώντας τον τριγυρνούν, και πίσω ο γιος περπάταε του Πηλέα κι' έχυνε δάκρια πύρινα, σαν είδε απάς στο ξύλο 235 στρωμένο κονταρόσφαχτο το μπιστεμένο βλάμη. Αχ ναι μ' αμάξια κι' άλογα τον έστειλε στη μάχη, μα δεν τ' αξιώθηκε να πει το καλώς ήρθες πάλι.

Είπε, κι' ο Άρης χτύπησε το σαρκωτό του γόνα με τις παλάμες των χεριών, και φώναξε θρηνώντας «Δε φταίω πια τώρα εγώ, θεοί, αν τρέξω στα καράβια 115 των Αχαιών και τη σφαγή του γιου μου ξεχρεώσω, κι' αν μέλλεταί μου ο κεραβνός του Δία να με ρήξει χάμου ξερό μες στους νεκρούς στο ματωμένο κάμποΕίπε και βάζει τ' άρματα και πρόσταξε να ζέψουν στ' αμάξι του τα δυο ψαριά, το Φόβο και τον Τρόμο. 120

Εκείνη ήπιε με μεγάλες ρουφηξιές, κ' έπειτα τώδωσε στον Τριστάνο, ο οποίος το άδειασε. Εκείνη τη στιγμή εμπήκε η Βραγγίνα και τους είδε που κύτταζαν ο ένας τον άλλο αμίλητοι, σαν ζαλισμένοι και σαν μαγεμένοι. Είδε μπροστά τους το μπουκαλάκι, σχεδόν άδειο, και το ποτήρι. Πήρε το μπουκαλάκι, έτρεξε στην πρύμη, το πέταξε στη θάλασσα και φώναξε θρηνώντας: «Δυστυχισμένη εγώ!

Και θέλετε, Τριστάνε, να ζητήσω εγώ από το Βασιληά να σε συχωρέση; Αλλ' αν ήξερε μοναχά, ότι ήρθα κάτω απ' αυτό το πεύκο, θάρριχνε αύριο τη στάχτη μου στους τέσσερες ανέμους!» Ο Τριστάνος είπε θρηνώντας: — Α! ωραίε θείε! λένε ότι «κανείς δεν είναι παληάνθρωπος, αν δεν κάνη παληανθρωπιές». Μα σε ποία καρδιά μπόρεσε να γεννηθή τέτοια υποψία!

Και σαν τον είδε ο άφοβος του γέρου γιος Μενοίτη, τον πόνεσε και λόγια διο του μίλησε θρηνώντας 815 «Α δύστυχοι, των Αχαιών οπλαρχηγοί κι' αρχόντοι, έτσι λοιπόν σας μέλλουνταν, αλάργα από πατρίδα και φίλους, μ' άσπρο πάχος σας εδώ όρνια να χορτάστε.

Τι τώρα πια θαρρώ ο Πηλιάς μια και καλή απ' τον κόσμο πως πέθανε, ή κι' αν καψοζεί λιγάκι, πως στενάζει, 335 σπασμένος απ' τα γερατιά και καρτερώντας πάντα μάβρα μαντάτα, όταν του πουν το πως με πήρε ο χάροςΕίπε θρηνώντας, κι' έκλαιγαν κι' οι προεστοί κατόπι θυμάμενοι όσα αφήκανε στον πύργο του ο καθένας.

Αποφασίζοντας λοιπόν ο βασιλεύς να μη την θανατώση εσηκώθη από την κλίνην διά να κάμη το προσκύνημά του και να υπάγη εις το συμβούλιον διά τας υποθέσεις της βασιλείας του· Εκείνην την νύκτα ο βεζύρης επέρασε με μεγάλην αδημονίαν και θλίψιν, θρηνώντας την κακήν τύχην της θυγατρός του· και μάλιστα οπού αυτός ο ίδιος έμελλε να την αποκεφαλίση· και την αυγήν, όταν επρόσμενε τον βασιλέα διά να του δώση την θλιβεράν απόφασιν του θανάτου της θηγατρός του, βλέποντάς τον να πηγαίνη εις τον συμβούλιον χωρίς να του δώση καμμίαν προσταγήν, έμεινε θαυμασμένος με κάποιαν ελπίδα και χαράν.

Γιατί τ' Ατρέα τώρα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους, 355 μεγάλο μούκανε άδικο· γιατί με βιά μού πήρε κι' έχει τη νια μου που πρεσβιό μούχε ο στρατός χαρίσειΕίπε θρηνώντας, κι' άκουσε τα λόγια η κυρά μάννα, πούταν στα βάθια του γιαλού στου γέρου της πατέρα, και βγήκε σαν αντάρα εφτύς απ' το ψαρύ το κύμα και στο πλεβρό του κάθησε.

Στοχασθήτε εις ποίαν κατάστασιν ευρισκόμουν εγώ τότε αξιοθρήνητον που από την λύπην μου έπεσα κατά γης θρηνώντας και κλαίοντας απαρηγόρητα και μετενόησα ανώφελα, μεμφόμενος τον εαυτόν μου που τα συμβάντα του πρώτου ταξειδιού δεν με εσωφρόνισαν να μείνω ήσυχος εις την πατρίδα μου· αλλ' όλα ταύτα τότε ήσαν ανωφελή.

Ευθύς που έφθασα εις τον πάτον, εβγήκα από το ξυλοκρέββατον, και το έσυρα εις ένα μέρος, που δεν ήταν νεκρά σώματα· και έπεσα κατά γης θρηνώντας απαρηγόρητα και μεμφόμενος την τύχην μου, που πάντοτε με κατεδίωκε, και κατηγορώντας τον εαυτόν μου διά την αγνωσίαν και φιλαργυρίαν μου, που με τόσους κινδύνους δεν εσωφρονίσθηκα να ησυχάσω εις την πατρίδα μου· και έλεγον οδυρόμενος· ήτον πολύ καλύτερον να ενταφιαζόμουν εις τα κύματα, που τοσάκις εκινδύνευσα, παρά να ενταφιασθώ ζωντανός εις ένα τόπον τόσον φοβερόν και σκοτεινόν και δυσώδη διά τα νεκρά πτώματα· αλλά με όλα ταύτα το πάθος ήτον ανίατον.