Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Λες πως πλαγιάζουν και χουζουρέβουν και πως τις βάζει ο ήλιος να κοιμηθούν· «Εδώ μ' αρέσει, αχτίδες μου χρυσές, εδώ μ' αρέσει να σας βλέπω· αφανίζεστε όλη μέρα απάνω στις κορφές, στα καλντερίμια, στις κοφτερές τις πέτρες· εδώ κάτω να ξεκουραστήτε· έχετε στρώμα κι απακκούμπιΈνα πρωί, από τ' Απεράθου, είδα και την Αμοργό. Είταν ψιλούτσικη καταχνιά, μια περίεργη καταχνιά, σα φωτολουσμένη.

Λες και τάγριο το κορφοβούνι της Ίδας κοιτάζει με μάτια νυσταγμένα μύριες Νύφες και Βοσκοπούλες που χορεύουνε κάτω, μέσα στους λόγγους. Θαρρείς πως τις ακούς τις φλογέρες και παίζουν! Θλιβερή απάτη της φαντασίας! Τους λόγγους εκείνους τους σαβανώνει σκοτάδι αμίλητο και βαθύ. Στρέψε κατά την αντικρινή τη μεριά, κατά τα όρη που αραδιασμένα λες και πλαγιάζουν απάνω στα ήμερα κύματα.

Τανθρώπινα κοπάδια Απ' το βαρύν τον κάματο, βουβά, αποκαρωμένα, Μεςτα λουλούδια ταπριλιού μαυρολογούν, πλαγιάζουν, Σαν νάτανε συντρίμματα, χορταριασμέναις πέτραις Όπου είχε πάρη ο χαλασμός από κανέναν πύργο Και τάχε σπείρη εδώ κ' εκεί με του σεισμού το χέρι. Ακόμα η Πούλια είναι ψηλά και της αυγής ακόμα Τωρνίθι δεν ελάλησε.

Είπε και τότες τούπιασε το χέρι το δεξύ του εκεί στο χτένι, μην τυχόν και βάλει ο νους του φόβους. Κι' εκείνοι οι διο στο πρόσπιτο, ο βασιλιάς κι' ο κράχτης, πλαγιάζουν, κι' είχε συλλογές ο νους τους και φροντίδες. Μα ο Αχιλέας πλάγιασε στης στερεής καλύβας 675 το βάθος, κι' η ροδόθωρη κοντά του η Βρισοπούλα.

Έτσι είπε, κι' όλοι παίνεσαν το λόγο οι βασιλιάδες, 710 και τον αλογομερωτή καμάρωσαν Διομήδη. Και τότες στάζουν και σκορπούν τριγύρω στα καλύβια, κι' εκεί πλαγιάζουν, μια σταλιά τον ύπνο να χαρούνε. Κι' οι άλλοι στρατηγοί κοντά στα πλοία, καρωμένοι από βαθύ ύπνο μαλακό, ολονυχτύς κοιμούνταν· μα πού τ' Ατρέα ο άξιος γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους, να κλείσει μάτι που πολλές τον μαρτυρέβανε έγνιες!

Και τότες πια οι Αργίτες όξω απ' τους χτύπους το νεκρό τραβούν ξαλαφρωμένοι και τον πλαγιάζουν σε ψαθί. Κι' οι φίλοι του θρηνώντας τον τριγυρνούν, και πίσω ο γιος περπάταε του Πηλέα κι' έχυνε δάκρια πύρινα, σαν είδε απάς στο ξύλο 235 στρωμένο κονταρόσφαχτο το μπιστεμένο βλάμη. Αχ ναι μ' αμάξια κι' άλογα τον έστειλε στη μάχη, μα δεν τ' αξιώθηκε να πει το καλώς ήρθες πάλι.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν