Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Όταν είμουνα στη Ζαγορά της Θεσσαλίας, παραπονιούμουν κάθε τόσο για τα καλντερίμια . Ο Δροσίνης κάμποσες φορές άκουσε τα παράπονά μου και θα τα θυμάται. Τάκουσαν όμως και τα καλντερίμιατάκουσαν και τα θυμούνται. Αχ! εκείνοι οι δρόμοι που ανεβοκατεβαίνουνε σαν τα κύματα, μα σαν κάτι κύματα πέτρινα και κοφτερά! Τα καλντερίμια με κυνηγούν. Τώρα που βγήκα πάλε στο ταξίδι, και κείνα κατόπι μαζί μου.

Θα γιάτρεβα τα καλντερίμια, θα γιάτρεβα τα τηνιακά ξενοδοχεία, τους τηνιακούς ξενοδόχους, τα κρεββάτια, τα τραπέζια και τα φαγιά. Θα γιάτρεβα όλους τους Τηνιακούςθα γιάτρεβα και την Παναγια την ίδια που δεν μπορεί όλα να τα γιατρέψη. Τέτοια έλεγα τους Τηνιακούς, μα σα να μην τους πολύ άρεζαν τα λόγια μου. Έχουνε δίκιο οι Τηνιακοί. Δε μιλούμε την ίδια γλώσσα.

Καλντερίμια βρίσκω και στην Τήνο. Δε λέω για τους δρόμους, γιατί σε κάτι χωριά που πήγα, δεν ήταν και τόση κακοτοπιά. Τα καλντερίμια εδώ έγιναν κρεββάτι, και σε τέτοιο κρεββάτι έπεσα να κοιμηθώ στις τέσσερεις ήμισυ το πρωί, που έφτασα στην Τήνο, αφανισμένος από το ταξίδι. Δεν είτανε στρώμα· είταν ανήφορος και κατήφορος όλο πέτρα.

Περπατούσανε απάνω στις λάσπες. Μπροστά ο εκκλησιάρης με το φανάρι, πίσω ο παπάς, με τα Μυστήρια, υψωμένα απάνω απ' το κεφάλι. Ψυχή δεν ήτανε στο δρόμο. Κλειστά όλα τα παράθυρα. Φωνή δεν ακουγότανε από πουθενά, μόνο πού και πού κάποιες χονδρές σταλαγματιές χτυπούσαν απάνω στα βρεμμένα καλντερίμια. Το φως του φαναριού έπεφτε και γυάλιζε πένθιμα απάνω στα νερά.

Εγώ να συμμαζευτώ; Τι σας έφταιξα μαθές; Σα με βρίζουνε τι να κάνω; Φοβιτσιάρης, λέει, κι' άφησα το καράβι και βγήκα στη στερηά και σεργιανώ στα καλντερίμια και τρώω χαράμι το ψωμί... Κάθε μέρα τα ίδια μου λένε τα κοπρόσκυλα. Δεν είνε πια ζωή ετούτη, Μιχαληό μου. — Έλα, σύρε στο σπίτι κι' άφησε τις παλαβομάρες, να μη σ' αναγελάη ο κόσμος. Έλα, το καλό που σου θέλω.

Έσκυψε και τη φίλησε κρυφά στο σκοτάδι, ντροπαλός σα κορίτσι. — Καληνύχτα! είπε η Ουρανίτσα ξερά-ξερά. Ήθελε να του πη κατευόδιο, καλή αντάμωσι, χίλια λόγια ήθελε να του πη. — Καληνύχτα! ξαναείπε. Στάθηκε και τον κύτταξε ως που έστρηψε το σοκάκι. Τα βαρειά του υποδήματα κτυπούσαν απάνω στα καλντερίμια. Σε λίγο δεν άκουγε τίποτε, μα στεκότανε ακόμα φέγγοντας με το λυχνάρι στον έρημο δρόμο.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν