United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις αυτό το αναμεταξύ η Δειλνοβάτζη υποκάτω εις την μορφήν μιας σκλάβας της βασίλισσας, και εγώ εις μορφήν ενός ευνούχου, εμβήκαμεν εις το σεράγι σου μίαν νύκτα, και εκρυφθήκαμεν εις τον χοντζερέ σου, μέσα εις τον οποίον δεν μας εστάθη δύσκολον να βάλωμεν εις έργον την γνώμην μας· επειδή και οπόταν ευρισκόσουν εις το κρεββάτι, και η βασίλισσα εις άλλον οντά και εδιάβαζεν, η Δειλνοβάτζη πήρε την μορφήν αυτηνής, και ήλθε και εσέβη εις το κρεββάτι σου μαζί, και οπόταν η αληθινή σου γυνή ήθελε να έβγη από τον οντά της διά να έλθη να σε εύρη, επαρουσιάσθηκα εγώ έμπροσθέν της υποκάτω εις ένα φάντασμα.

Εγώ είμαι, ακολούθησεν αυτή, θυγατέρα του βασιλέως τούτης της χώρας· μίαν ημέραν που επήγαινα εις τα λουτρά είδον αυτόν τον Ναμαράν εις το εργαστήρι του, και ευθύς έλαβα μεγάλον έρωτα δι' αυτόν, και από εκείνην την ώραν έχασα κάθε μου ησυχίαν και ανάπαυσιν, επειδή η φαντασία μου δεν έλειψε πάντα από αυτόν και τόσον άναψεν η καρδιά μου από τον έρωτα που δεν επέρασε πολύς καιρός και έπεσα άρρωστη εις το κρεββάτι.

Είπε· κι αυτός κατέβηκεν ευθύς απ' το κρεββάτι κι άρπαξε τώμορφο σπαθί που κρέμονταν αιώνια στο κέδρινο κρεββάτι του ψηλά σ' ένα παλούκι. Με τώνα χέρι του κρατεί το νιόκλωστο ζουνάρι, με τάλλο σέρνει το σπαθί μέσ' από το θηκάρι, θηκάρι καλοδούλευτο και κοσμοξακουσμένο.

Έγερνε ο ήλιος φλογερός, απανωθιώ στη δύση, Πανώριος, αχτιδόπνιχτος, αστραποφορεμένος, Σα βασιλιάς περήφανος, άξιος και παλληκάρι. Από τες νίκες τες πολλές και την πολλή τη δόξα, Όταν γυρίζη αγέρωχος στα ολόχρυσα παλάτια, Ν’ αναπαυτή χαρούμενος πο τους πολλούς του κόπους, Να φάη να πιή και να ριχτή, σ’ ολόχρυσο κρεββάτι.

ΥΠΗΡΕΤΗΣΜια κυρία απ' την Αλεξάνδρεια που κάθεται στο άλλο ξενοδοχείο. Ήρθε να ρωτήση τι ώρα θα γίνη η παράσταση.... Λοιπόν. Ευχαριστώ Αργύρη. Εγώ πάω να συγυρίσω τις κάμαρες. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΓια την κάμαρη του αφέντη μη λάβης τον κόπο. Το κρεββάτι του είναι όπως τώστρωσες. Ο αφέντης δε κοιμήθηκε τη νύχτα. ΥΠΗΡΕΤΗΣΚαι τι έκανε; Κυνηγούσε τα κουνούπια; Για τις κατσαρίδες; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΞέρω γω.

Αυτά 'πε κ' έδεσε σχοινί μελανοπλώρου πλοίου 465τον θόλο γύρω τεντωτόν από τον μέγαν στύλο, εις ύψος 'που τα πόδια τωντην γη να μην εγγίζουν· και ως κίχλαις ή περιστεραίς, οπούτο βρόχι πέφτουν, στημένοτα χαμόκλαδα, και, προς το σκήνωμά των ενώ κινούν, ελεεινό ταις δέχεται κρεββάτι, 470 ομοίως είχαντην σειρά ταις κεφαλαίς η κόραις, εις τους λαιμούς των με θηλειαίς, φρικτά να ξεψυχήσουν· και ώραν ολίγη σπάραξαν ταις φτέρναις των κ' επαύσαν.

Την ερχομένην νύκτα επήγεν ο βασιλεύς εις το κρεββάτι του μαζί με την Χαλιμάν. Την αυγήν προς το ξημέρωμα η Μεδινά λέγει της Χαλιμάς· αγαπητή μου αδελφή, σε παρακαλώ να ακολουθήσης την χθεσινήν διήγησιν.

Να εκεί, 'ς τη μεγάλη κασσέλα, που έχει και μεγάλο κλειδί. Έτσι! εξηκολούθησεν, αφού εξετελέσθη η παραγγελία του. Δος μου τώρα το κλειδί, και βοήθησέ με να βάλωμε την κασσέλα αποκάτω από το κρεββάτι για πειό ασφάλεια. — Ασφάλεια; και τι φοβάσαι! να μας πατήσουν κλέφταις;

Ό νάνος κοιμώτανε, όπως πάντα, στο δωμάτιο του Βασιληά. Όταν πίστεψε ότι όλοι κοιμώντανε, σηκώθη και ανάμεσα στο κρεββάτι του Τριστάνου και της Βασίλισσας έχυσε την ψιλή φαρίνα. Αν ο ένας από τους αγαπητικούς πήγαινε να σμίξη τον άλλο, η φαρίνα θα έδειχνε το ίχνος των βημάτων. Αλλά καθώς τη σκορπούσε, ο Τριστάνος, που έμεινε ξύπνιος τον είδε.

Έφθασε το λοιπόν η διορία που το μετζίλι έμελλε να έλθη από την Κογέντα, και αυτοί τότε εμπήκαν εις την μεγαλύτερην θλίψιν και ευθύς που ήλθεν αυτή η φοβερά ημέρα, ο Κουλούφ εσηκώθη από το κρεββάτι διά να οδεύση προς τον θάνατον. Και θεωρώντας την γυναίκα του με μάτια γεμάτα από θλίψιν και απελπισίαν, της είπε με φωνήν τρομασμένην.