United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την ώρα που πεθαίνει η ζωή μέσα στα μεγάλα σκοτάδια, χύθηκε και πέρασε ο μάγος λεβέντης από τα μεγάλα κρύσταλλα του παραθυριού μαζή με το φως του γαλαξία και αγκάλιασε την Πεντάμορφη απάνω στα κάτασπρα σεντόνια. Και η Πεντάμορφη, μέσα στον ύπνο της, έβλεπε, βαθιά μέσα στη γη, ένα νυφικό κρεββάτι, στρωμένο με λουλούδια. Στο νησί του Λαζαράκη δεν ήταν άλλος καμπούρης απ' αυτόν.

Κάτι βάτα, ακόμα ξερά, μ’ αγκύλες, ήταν ολόγυρα πηχτοφυτρωμένα κ’ έτσι δε φαινόταν τίποτ’ απ’ τον κόσμο κι ούτε καν ο ουρανός απ’αυτό το λουλουδιασμένο αλωνάκι, πούμοιαζε κούνια ή κρεββάτι νυφικό κάτω απ’ τον άσπρο Θόλο πούκαναν τα ολάνθιστα κλαριά.

Ω Ουρανέ, εφώναξα εις ταύτο το θέαμα, ποία μορφή φανερώνεται εις τα μάτια μου; τι θεωρία ασυνήθιστος είνε τούτη; Α ταλαίπωρη, απεκρίθη με την ιδίαν μου φωνήν εκείνη η νέα, που ευρίσκονταν εις το κρεββάτι με τον βασιλέα, κάνει χρεία εσύ να είσαι πολλά τολμηρή διά να αποκτήσης να πάρης την ιδίαν μου μορφήν· ποία είνε λοιπόν η γνώμη σου, ω παράνομη μάγισσα; πιστεύεις εσύ ότι ο βασιλεύς ο νυμφίος μου θα γελασθή από τες μεταμόρφωσές σου, και δεν θα καταλάβη ποία από τες δύο μας είνε η αληθινή του γυναίκα; άφησε λοιπόν τες ελπίδες σου, επειδή και θέλει είνε ανωφελής η πλάνη σου, εις αισχύνην σου της μαγικής σου τέχνης· ο άνδρας μου γνωρίζει καλά, ότι εσύ δεν είσαι άλλο, παρά μία κακότροπος μάγισσα.

Έπεσε στα γόνατα, άρχισε να φιλή και να λούζη με δάκρυα τα πόδια της, να βγάνη ένα ένα τ' αγκάθια. Σε κάθε στεναγμό της γριάς τρόμαζε κ' ήταν έτοιμη να λιγοθυμήση. — Κρυώνω, κόρη μου· είπε σιγά η κυρά Πανώρια, μαζώνοντας τις πλάτες της. — Δεν πέφτεις, Κυρά μου, στο κρεββάτι; είπε η Ελπίδα φοβισμένη και παρακαλεστική. Δε θα ήταν άσκημα να πέσης λίγο να ζεστοκοπηθής. Εκείνη θέλησε ν' αρνηθή.

Φαντάσου! είπε κι ο Δημητράκης γελώντας. — Μα τι τρέχει ; θες τίποτα ; τον ρώτησε η Ελπίδα. — Ξέρω κ' εγώ να· είπε κείνος λαβαίνοντας ύφος πικραμένο· η Κυρά δε μου φαίνεται καλά. Όλο βογγάει και ταράζει σαν το ψάρι απάνου στο κρεββάτι. Της ρίξαμε ρούχα, της ρίξαμε, μα δε μπορεί να συνέρθη. Άσκημα μου φαίνεται· άσκημα, πολύ άσκημα!

Το επροχώρουν αργά, πολύ αργά, διά να μη ταράξω τον ύπνον του γέροντος. Έπρεπε να παρέλθη τουλάχιστον μία όλη ώρα έως να χώσω το κεφάλι μου μέσα εις την οπήν, αρκετά μακράν διά να τον ίδω αναπαυόμενον επάνω εις το κρεββάτι του.

Ως κ' η γριά, που πάντα στο κρεββάτι η καημένη, ως κι αυτή χτυπούσε τα κοκκαλιασμένα της παλάμια, κι αναγάλλιαζε δείχνοντας τόνα και μονάχο της δόντι. Πανηγύρι σωστό. Αντιλαλούσαν τα ξεφωνητά τους κάτω και κάτω στο δρόμο. Απάνω σε κείνη την ώρα να κι ο Δημήτρης, που ξεμύτισε από ταραχνιασμένο του σπίτι να δη τι μαντάτα η παγίδα. Κι αντίς παγίδα, τι βλέπει και τι ακούγει! Φαγοπότια και ξεφαντώματα!

Είναι ο Φλόκι, που θέλει να συνοδέψη τον αφέντη του. Είναι ήσυχος σύντροφος στον ύπνο και δεν ενοχλεί κανέναν. Έπειτα κοιτάζει αν το αγόρι της είναι ξαπλωμένο καλά και του ισιάζει το κρεββάτι, σα να θέλη να της ραγιστή η καρδιά, και του φιλεί τα παγωμένα χείλη. Έπειτα φεύγει και γω στέκω μόνος με το σκέπασμα, που, όπως της έταξα, πρέπει να το καρφώσω μόνος.

Μια λάμψη πέρασε από τα ξεθωριασμένα μάτια της Βεργινίας σαν αντιφεγγιά από κάποια φλόγα που'καιγε άσωστη στα βάθη της ψυχής της. . . Έτσι κοιμήθηκαν εκείνη τη νύχτα η άσπρη Βεργινία και ο μαυρειδερός ο Νίκος σκεπασμένοι με το νυφικό τους πάπλωμα από ατλάζι γαλάζιο, με κίτρινη φόδρα, με τους πολλούς μπακλαβάδες και τις όμορφες στριφτορραφές ολόγυρα, που απ’ τη νύχτα του γάμου τους έμενε κλεισμένο μες το σεντούκι και μόνο-κάθε μεγάλη σχόλη στρωνόταν αποπάνω απ’ το κρεββάτι κι άπλωνε τη γλυκειά του λάμψη σα θάλασσα Κυριακάτικη. . . Αλήθεια σα θάλασσα γαλάζια και εκστατική έμοιαζε καθώς ήτονε φαρδύ και μακρύ και χυνόταν ίσαμε κάτω στα πάτωμα.

Βεβαιωμένος ότι δεν ημπορούσε να διακρίνη το άνοιγμα της πόρτας, εξηκολούθησα να την σπρώχνω κανονικά-κανονικά. Είχα το κεφάλι εις το εσωτερικόν του δωματίου και ητοιμαζόμην ν' ανοίξω το φαναράκι, όταν ο αντίχειρ μου ωλίσθησεν ανοίγοντάς το, καμωμένον από λευκοσίδηρον, και ο γέρων ανεσκίρτησεν εις το κρεββάτι του φωνάξας: — Ποιος είν' εκεί; Έμεινα πραγματικώς ακίνητος και δεν είπα λέξιν.