United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποτέ σου δεν θα μάθης συ πόσο σ' αγάπησα. . . Σαν διψασμένη γης, νεροποντή, σε λαχτάρησα. . . Σαν φείδι στα σεντόνια μου στριβόμουνα ολόκληρες βραδυές και μαραινόμουνα ίδιος λωτός στον ήλιο. Τώχες νοιώσει δα και συ, γιατί σαν έβλεπες χρυσή βροχή να ρίχνουν η ματιές μου στο κορμί σου, αλλού εγύριζες την προσοχή σου.

Έπειτα εδώ με πιά άλογα κι' αμάξι θες να σύρω; Έ στου Λυκα τ' αρχοντικό ως έντεκά 'ναι αμάξα γερά καινούργια διαλεχτά, μ' ολόγυρα απλωμένα σεντόνια, και στου καθενός το πλάι από 'να στέκει 195 ζεβγάρι, βίκο τρώγοντας κι' ασπρόγλυκο κριθάρι.

Συλλογιέσαι το γλέντι, και δεν πάει ο νου σου στα χάλια της δόλιας αυτής αρχόντισσας, που έχει μαθές ψυχή κι αυτή. Χίλια μεταξωτά σεντόνια και παπλώματα δεν τη σκεπάζουν την πίκρα του χωρισμού. Πιπ. Το βόλεψαν κι αυτό και μη σε μέλη. Όλα τάκουσα και τα ξέρω. Να τα είχα ταυτιά μου στο μαγερειό, σαν έφυγαν τα παιχνίδια.

Αλλά ο Τριστάνος δε βλέπει το αίμα που ξεβρυσάει και κοκκινίζει, τα σεντόνια. Έξω στο φως του φεγγαριού, ο νάνος είδε με τα μάγια του ότι είχαν σμίξει οι αγαπητικοί. Τρεμούλιασε από τη χαρά του, και είπε στο Βασιληά: «Πήγαινε, κι' αν αυτή τη φορά δεν τους πιάσης στα φόρα, κρέμασέ μεΠηγαίνουν λοιπόν στο δωμάτιο, ο Βασιλιάς, ο νάνος, και οι τέσσερες προδότες. Ο Τριστάνος τους ακούει.

Ο Βασιληάς βλέπει στο κρεββάτι κατακκόκινα τα σεντόνια και στο πάτωμα την ψιλή φαρίνα βρεγμένη από φρέσκο αίμα. Οι τέσσερες βαρόνοι που μισούσαν τον Τριστάνο για την αντρεία του, τον κρατούν στο κρεββάτι, κι' απειλούν τη Βασίλισσα και την κοροϊδεύουν, την περιγελούν και της υπόσχονται καλή δικαιοσύνη. Ανακαλύπτουν την πληγή που τρέχει.

Ο νόθος υιός του Γλόστερ ήτο καλλίτερο παιδί απ' ταις 'δικαίς μου κόραις, ταις κόραις που απέκτησα εις νόμιμα σεντόνια. Εμπρός, πορνεία, δούλευε, και θέλω στρατιώτας!... Την βλέπεις την αρχόντισσαν εκείνην; Να την βλέπης νομίζεις ότι χαμηλά θα είναι κρύα, χιόνι. Την λέξιν μόνον «ηδονή» αν τύχη και ακούση, σου κάμνει την ενάρετην και σκύπτει το κεφάλι. Αλλά και γάτους ξεπερνά και άλογα βαρβάτα!

Και τα νερά ανατριχιάζουν ολόγυρά της και έπειτα γίνονται καθρέφτες και την καθρεφτίζουν. Και οι νυμφαίες γέρνουν και φιλούν τα ξανθά της τα μαλλιά. Και λέει η Πεντάμορφη: «Όποιος μπορεί να με φιλήση, χωρίς να σπάση τον καθρέφτη των νερών και χωρίς να σκοτώση μια νυμφαία, αυτός είναι δικός μου». Την ώρα που πεθαίνει η ζωή μέσα στα μεγάλα σκοτάδια, απλώνεται η Πεντάμορφη στα κάτασπρα σεντόνια.

Σηκώνεται, περπατεί, τρέχει τρέχει το καρδιοχτύπι, μπαίνει στην κάμερή μου, στα σεντόνια μου μέσα, στο ποκάμισό μου, στο στήθος μου μπήκε. Δεν είταν του παπού το καρδιοχτύπι που άκουα. Είταν το δικό μουκαι τώρα το κατάλαβα! Μεγαλώνει· μεγαλώνει ώρα την ώρα. Τα ξέρω πια πως θα πεθάνω. Θεοφάνερα το βλέπω. Θα πεθάνω μόνο και μόνο γιατί φοβούμαι πως θα πεθάνω. Ο καταραμένος ο μουσαφίρης!

Απλώνεται στα κάτασπρα σεντόνια κι' απάνω από τα κλειστά ματόκλαδα, κι' απάνω από τα χαμόγελα του ύπνου, κι' απάνω απ' την ψυχή του στήθους της, κι' απάνω από τανατριχιάσματα των ονείρων της τίποτε δεν ζη, τίποτε δεν ανασαίνει.

ΜΑΝΤΙΣ. Το μέλλον σου δεν θα είνε τόσον ευτυχές όσον το παρελθόν σου. ΧΑΡΜΙΟΝ. Λοιπόν, καθώς φαίνεται, τα παιδιά μου δεν θάχουν όνομα. Πες μου, σε παρακαλώ, πόσα αρσενικά και πόσα θηλυκά παιδιά πρέπει να έχω. ΜΑΝΤΙΣ. Αν εκάστη σου ευχή ήτο γόνιμος ένα εκατομμύριον. ΧΑΡΜΙΟΝ. Σώπα, τρελλέ. Σε συγχωρώ γιατί είσαι μάγος. ΑΛΕΞΑΣ. Συ νομίζεις ότι μόνον τα σεντόνια σου γνωρίζουν τας επιθυμίας σου.