Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Ώρα είνε και θα περάση, μουρμούριζε ο δύστυχος κ' ησύχαζε. Μετά πολλά πέρασε η άχαρη αυτή ώρα. Έρχεται ο Πανάγος με το τουφέκι στις έντεκα, και φωνάζει από μακριά το Μιχάλη. Ανοίγει η Μιχάλαινα την πόρτα, και καθώς ξεχύμιξε ο Πιστός και τον έγλειφε, του έλεγ' εκείνη πως ο Μιχάλης ξεκίνησε τώρα και μιαν ώρα και τον απαντέχει στο βουνό απάνω.
Και μπαίνει μέσα ο Έχτορας στα χέρια του κρατώντας κοντάρι ως έντεκα πηχών, με το χαλκένιο στόκο π' άστραφτε ομπρός κι' ολόχρυσο τον έσφιγγε ζουνάρι. 320 Εκεί τον Πάρη πούσαχνε τον βρήκε την πανώρια μες στο γιατάκι αρματωσά, ασπίδα και τσαπράζα, και που στα χέρια το κυρτό δοκίμαζε δοξάρι. Δίπλα η Λενιό καθότανε με γύρω της τις σκλάβες κι' είχε σ' αργόχερα ακουστά στρωμένες τις αργάτρες.
Ο πάρεδρος έκατσε μπροστά στη μακριά πεζούλα μπρος στο σπίτι του μαζί με τον δεκανέα και ενώ χάραζε με την άκρη της γκλίτσας του γραμμίτσες στο χώμα, είπε: — Έντεκα είστε, ε; Του λόγου σου ναρθής στο φτωχικό μου. Έχω και του λόγου του μουσαφίρη, από δω απόψε, κ' έδειξε εμένα πούχα βγη έξω. Τόρα έχουμε άλλους δέκα.
Εδώ σταμάτησε η Έλσα κι άρχισε να ψάχνη στους κορμούς των δέντρων. Κι όταν την είδα να γυρεύη κάτι εκεί, ξύπνησε μέσα μου και μένα κάποια θύμηση κοιμισμένη πολύν καιρό, τόσο ώστε μόλις μου ήρθε μια φορά στο νου στο διάστημα έντεκα χρόνων. Είταν ένα βράδι, τότε που κατοικούσαμε σε κείνο το σπιτάκι που τώρα γκρεμίστηκε, ένα αυγουστιάτικο βράδι.
ΒΑΤΤΟΣ Μίλων, που πάντα ακούραστος βραδυάζεσαι στο θέρος κ' είσαι τραχύς σαν πέτρινος, ποτέ δε σούχει λάχει να νοιώσης πόθο στην καρδιά για κάποιονε που λείπει; ΜΙΛΩΝ Ποτέ. Τι πόθο στην καρδιά νάχω γι' αυτούς που λείπουν; ΒΑΤΤΟΣ Δε σούχει λάχει κάποτε γι' αγάπη ναγρυπνήσης; ΜΙΛΩΝ Ούτε κι αυτό· τέτοιες δουλειές μας κακοσυνηθίζουν. ΒΑΤΤΟΣ Εγώ ερωτοχτυπήθηκα εδώ κ' έντεκα 'μέρες.
Όμορφη βραδινή, και το φεγγάρι μισόγεμο. — Αμέ, και γιατί όχι; αποκρίνεται ο Πανάγος με το στοχαζούμενό του χαμόγελο, και καμώνοντας πως ξύνει το κεφάλι του κατά το δεξί του αυτί, έτσι από λεβεντιά. Από του Πανάγου τα δένδρα ίσια σπίτι του ο Μιχάλης. Έμπαινε σα φταιξιάρης, δέκα ώρες απάνω κάτω. Λέει της Βασιλικής — Βασίλω, απόψε πάω στους λαγούς με τον Πανάγο μαζί. Του είπα νάρθη εδώ στις έντεκα.
Την όγδοη – ή θα πρέπει να πούμε την έβδομη κατοπινή μέρα — γιατί ήδη η ανάσταση είχε καταστήσει την πρώτη μέρα της βδομάδας ιερή στις καρδιές των Αποστόλων — οι έντεκα ήταν ξανά μαζεμένοι με κλειστές τις πόρτες.
Εμείς από μέσα δέκα ναύτες, ο γραμματικός έντεκα και ο καπετάν Δρακόσπιλος δώδεκα μια ερρίχναμε στ' άρμενα και μια στη στεριά. — Καλό ταξείδι· και καλή αντάμωση!... — Ναι· καλή αντάμωση!... Ο Μπουρίνας ο σκύλος μας ετριπόδιζεν απάνω κάτω χαρούμενος κ' εκείνος.
Κι' όταν πεζός πήγε έπειτα στο γονικό του πύργο, μέρες ξεφάντωνε έντεκα με φίλους π' απ' τη Λήμνο 45 γλύτωσε πίσω· μα ξανά τη μέρα την κατόπι μοίρα κακή τον έρηξε στα χέρια τ' Αχιλέα, π' άναβλα τούτανε γραφτό στον Άδη ναν τον στείλει.
Δώδεκα ως τώρα κούρσεψα με τα καράβια χώρες· πεζός, ως έντεκα θαρρώ στης Τριάς τους κάμπους γύρω· κι' απ' όλες πήρα 'να σωρό πολύτιμα μ' αξία, 330 και πάγαινα του βασιλιά και τάδινα Αγαμέμνου. Κι' εκείνος, πίσω μένοντας μες στο καραβοστάσι, τάπαιρνε, λίγα μοίραζε, πολλά κρατούσε ο ίδιος, και τ' άλλα τάδινε πρεσβιά στων Αχαιών τους πρώτους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν