United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από εικοσιπέντε τουλάχιστον ετών ουδέν άλλο ωνειρεύετο παρά τας απολαύσεις έρωτος θεμιτού και υπό της εκκλησίας ευλογημένου. Αφού εδαπάνησεν όλον τέταρτον αιώνος υφαίνουσα ιστούς προς άγραν συζύγου, εξηκολούθει ακόμη να υφαίνη η ακούραστος εκείνη αράχνη.

Το κύμα υποκώφως εφλοίσβιζεν εις τα κράσπεδα του κρημνού, και ακούραστος βορράς φυσών από προχθές, μαλακώσας την εσπέραν ταύτην, εξήπλωνε της αποθαλασσιαίς του έως τον μεσημβρινόν τούτον μικρόν λιμένα, ο παγκρατής χιονόμαλλος βασιλεύς του χειμώνος.

Και πες του τα λαμπρά άρματα, σα βγεις, να σου δανείσει, μήπως θαρρώντας οι οχτροί πως είσαι τάχα εκείνος σταθούν, κι' έτσι ανασάνουνε οι αντριωμένοι Αργίτες 800 πούλιωσαν πιά· τι λιγοστή απ' τη σφαγή είναι ανάσα. Έφκολα ακούραστος λαός πολεμοκουρασμένους θα διώξει κατά το καστρί αλάργα απ' τις καλύβες

Ου μόνον δ' εδίδασκεν, αλλά και διά του ιδίου παραδείγματος προσεπάθει να καταδείξη την ευεργετικήν επί της υγείας επίδρασιν της σωμασκίας. Διότι και πεζοπόρος ακούραστος ήτο και κολυμβητής, συχνά δ' εξήρχετο εις εκδρομάς μακράς μετά των μαθητών του. Αλλ' αι προσπάθειαί του έμειναν άγονοι σχεδόν καθ' ολοκληρίαν.

Έφκολα ακούραστος λαός πολεμοκουρασμένους θα διώξει πίσω ως στο καστρί αλάργα απ' τις καλύβες45 Έτσι είπε περκαλώντας τον ... α τι τυφλός, γιατί είταν δικό του χάρο και κακό να περκαλέσει τέλος! Τότε αναστέναξε βαθιά και τούπε ο Αχιλέας «Ωχού, τι λόγο, Πάτροκλε θεόσπαρτε, μου κραίνεις!

Η Φωτεινή ακούραστος έκαμνεν, όσα είχε παραγγείλει ο ιατρός. — Θα γίνης καλά, παππού, τον έλεγε, και μαζί θα συνάξωμε το βαμβάκι· αλλά πρέπει να παραγγείλης καινούρια υποδήματα, με τα παλιά δεν θα ημπορέσης να έβγης έξω· τώρα το φθινόπωρο κάμνει υγρασίαν . . . — Ούτε διά να διορθώσω παιδί μου, τα παλιά δεν μου μένουν πλέον χρήματα.

Καθήσαμε και οι τρεις στις στρωμένες χοντρές ψάθες, ο σύντροφός μου ο μηχανικός, καμιά σαρανταριά χρόνων άνθρωπος, πάντα χωρατατζής, πάντα ακούραστος στο κυνήγι και στο γλέντι, ο δούλος του, μια γροθιά ανθρωπάκι, με δυο ματάκια σαν κουκούτσια από ελιά, αλλά σκυλί μονάχο, κυνηγός με τ' όνομα, κι εγώ.

Κι' ο Άρης νύχτα ξάπλωσε στον πόλεμο τριγύρω, κι' έτρεχε ακούραστος παντού βοηθώντας τους Δαρδάνους, και τις αρμήνιες τέλιωνε του χρυσοσπάθη Απόλλου, που τούχε πει και σύστησε ν' αναστυλώσει πάλι των Τρώων την παλικαριά, σαν είδε την Παλλάδα 510 φεβγάτη· γιατί αφτή είτανε των Αχαιών προστάτρα.

Από ναύτης ήταν δουλευτής ακούραστος και οικονόμος. Λίγολίγο απόχτησε μερικά λεφτά, επήρε μισακό ένα σαπιοκάικο κ' εδούλεψε σερμαγιά εδώ τριγύρω. Έπειτα το σαπιοκάικο έγινεν όλο δικό του και άνοιξε δουλειές ως την Αττάλεια. Τέλος έχτισε τη γολέτα και άπλωσε τα ταξείδια του πέρα στον Ποταμό. Μα τόρα ήταν όλος θυμό.

Έχει πάντοτε πλήρες το θυλάκιον εγγράφων και το κεφάλι γεμάτο σχέδια, τα οποία περιμένουν την εφαρμογήν των. Περιπατητής ακούραστος, ευρίσκεται πάντοτε εις κίνησιν, εκτός των ωρών οπού εξοδεύει εις του Ζαχαράτου, εις την ανάγνωσιν των εφημερίδων του κόμματος, διότι τας άλλας ούτε τας πιάνει σ' το χέρι.