United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από ναύτης ήταν δουλευτής ακούραστος και οικονόμος. Λίγολίγο απόχτησε μερικά λεφτά, επήρε μισακό ένα σαπιοκάικο κ' εδούλεψε σερμαγιά εδώ τριγύρω. Έπειτα το σαπιοκάικο έγινεν όλο δικό του και άνοιξε δουλειές ως την Αττάλεια. Τέλος έχτισε τη γολέτα και άπλωσε τα ταξείδια του πέρα στον Ποταμό. Μα τόρα ήταν όλος θυμό.

Μα εκείνη δεν εμίσησε τόσο τον τύραννό της όσο το Μορφόπουλο. Εκείνος την προστάτεψε όσο μπόρεσε και δε μπόρεσε, την ημέρωσε, της έδωκε θρησκεία και νόμους, εκιντύνεψε πολλές φορές για χατήρι της· μα τίποτα. Για πληρωμή απόχτησε το μίσος της. Ούτε οι τάφοι δεν ήταν ικανοί να στομώσουν την οργή της. Για να φέρνετ' έτσι είχε, βέβαια, το σκοπό της. Του Χαγάνου η ζωή φαινότανε λιγόημερη.

Κ' οι χριστιανοί έτρεξαν και σύναξαν απ' όλα τα σπίτια φορέματα και θροφή και τους συμπονέθηκαν &1878, Μαϊού 5&. Έπεσε στα γεννήματα ακρίδα. Τόση πολλή που όντας πετούσε σκοτάδιαζε τον ήλιο. Την ίδια μέρα ήρθε χαμπέρι από τη Θεσσαλία, ότι μια γυναίκα απόχτησε τρία παιδιά κολλημένα σ' ένα κορμί και τα τρία. &1878, Οχτώμβρη 30&. Μεγάλη ξέρα. Πείνα τρομερή στα χωριά.

Την ίδια μέρα ήρθε χαμπέρι από τη Θεσσαλία, ότι μια γυναίκα απόχτησε τρία παιδιά κολλημένα σ' ένα κορμί και τα τρία. 1878, Οχτώμβρη 30 . Μεγάλη ξέρα, Πείνα τρομερή στα χωριά. Το ψωμί πήγε γρόσια 3 την οκά, το κριάς 7 1/2, το βούτυρο 21, το τυρί 10, τ' αυγά σαράντα παράδες το ένα. 1879 . Κατά τον Απρίλη μήνα έγεινε μεγάλη πλημμύρα.

Πού ξέρουμε τάχατε τι μας βγάζ' η αυριανή, χαντακωμένες! Τότες σύγκαιρα, απόχτησε και γυιόν η γυναίκα του Ζώη και για την καλοπέρασή της άναψε μεγαλύτερος μέσατους λογισμούς του ο πόθος του αρχοντικού σπιτιού. Πέρασεν όμως τότε και μια ιδέα άλλη 'ςτό νου του.

Τι έγινεν όμως τόσον καιρό; πού επήγε, πού εστάθηκε, πώς ευρήκε το παιδί, πώς απόχτησε το τρεχαντήρι; κανείς δεν έμαθε ποτέ. Το παιδί μου έλεγε· το τρεχαντήρι μου· τίποτ' άλλο. Και αν εθάρρευε κανένας γέροντας κάποια γριά και τον ερωτούσε καταπού επέρασε τη ζωή του, αυτός εσούφρωνε τα φρύδια, το χέρι άπλωνε κ' έλεγεν αόριστα και μυστικά: — Πέρα κάτω· στην Άσπρη θάλασσα.

Όχι για πληρωμή του κόπου του αλλά για χάρη των προγόνων του απόχτησε ό,τι απόχτησε. Το είπαν και ξένοι κι απ' τους δικούς του πολλοί. Εκείνος το πίστεψε και δεν το πίστεψε. Ήξερε καλά τον εαυτό του. Είχε αρκετή αντίληψη για να εχτιμήση τους αγώνες του και να μην πιστέψη πως όλα τα χρώσταγε στην ελεημοσύνη. Μα δεν εφιλονείκησε. Το σκοπό του ήθελε να κάμη κι ας έλεγαν οι άλλοι ό,τι ήθελαν.

Τα ξένα αγκάθια οπού είπες, Λογιότατε, η χρεία και η συνήθεια τα μεταμορφόνουν σε άνθια. μήτε ημπορούμε να υποθέσωμε γλώσσαν στον κόσμον, οπού να μην έλαβε τα αγκάθια χώρια ενού γένους, οπού σε καμμίαν εποχήν του να μην ανακατώθηκε με άλλο, και να μην απόχτησε από ταις ιδέαις του, και να μην εδανείστηκε λέξαις του για να της παραστήση, πράμμα αδύνατο να το ξέρωμε από ιστορίαν.

Είχε πάντα την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, ελπίδα ζουρλή και παράλογη, και της φαίνονταν, ότι το παιδί της είταν γερό και καλά, ότι κέρδαινε χρήματα, με το σωρό, ότι απόχτησε χτήματα, κι' ότι βρίσκεται στο δρόμο νάρχεται.

Δ ί α ς Ο μεγαλήτερος από τους δώδεκα θεούς και Βασιλιάς των θεών. υγιός του Κρόνου και της Ρέας. άρπαξε το θρόνο του πατέρα του. επήρε για γυναίκα του την αδερφή του Ήρα. απόχτησε πολλά τέκνα και με ταύτη, και μ' άλλαις πολλαίς. εγέννησε από το κεφάλι του την Αθηνά, εκατοίκαγε στον Όλυμπο· επολέμησε με τους Τιτάνες, και τους εκατατρόπωσε, και αποκαταστάθηκε Κύριος του Κόσμου· Α θ η ν ά