United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άθελα, εκεί που κάθησε να φάη, ακολουθούσε με το βλέμμα του τη Λιόλια που μπαινόβγαινε κ' οι ματιές του ακκουμπούσανε σκεπτικές στα καστανά της τα μαλλιά, που τάχε σηκωμένα πίσω αψηλά σε μια χοντρή πλεξούδα, έπειτα πάλι έπεφταν απάνω στο στενό της το πολκάκι, στα κουμπάκια που σπαράζανε σε κάθε αναπνοή της. . • Κ' η Λιόλια κάθε τόσο έλεγε με μια φωνή χαμηλή και τραγουδιστή : Κυρία Βεργινία ! να σας φέρω τώρα το ζουμί σας ;. . . Να σας κόψω τη μπριζόλα σας ; Να βάλω να ζεσταθή το γάλα σας ή το θέλετε το βράδυ ;. . . Θα του φθάση το φαΐ του Κυρίου Νίκου ή να του ψήσω και δυο αυγά; Πώς να δη ο Νίκος τάσπρα μάτια της Βεργινίας καρφωμένα απάνω στο πρόσωπο του, αφού κύτταζε αλλού ; Τo περίεργο μόνο είναι πως δεν ανταμώθηκαν οι ματιές του απάνω στης Λιόλιας το κορμί, γιατί και της Βεργινίας τάσπρα μάτια περπατούσανε μαζί με τα καμώματα της Λιόλιας και πήγαιναν απ’ τη Λιόλια στο Νίκο και πίσω. . . Ω σκεπτικά μάτια του νέου αγοριού, τί φταίτ' εσείς που γλυκαινόσαστε, σαν ήσαστε πρώτα πικραμένα και τυφλά απ' το σκοτάδι κ' έξαφνα αγναντεύετε ένα λουλούδι γλυκό που σιγοκαμπανίζει μέσα στην αύρα της ψυχής σας;. . . Λάμπει πάλι χρυσός ο ήλιος της νεότητός σας και ξυπνάει η λαχτάρα σας σαν κάποια μοσχοβολιά πούτον κρυμμένη βαθιά-βαθιά κάτω από τους μαραμένους μενεξέδες. . . Κ' η Βεργινία είδε τα μάτια του αγοριού της να γλυκαίνωνται, νανοίγουνε διάπλατα σαν άνθη στον ήλιο, όταν ακκουμπούσαν απάνω στα μαλλιά της Λιόλιας και στα χείλια της τα υγρά κι ανοιγμένα πάντα σαν κόκκινα ανθόφυλλα και στο πολκάκι της με τη σειρά κουμπάκια, και δεν έβλεπε πια τίποτε άλλο απ’ όσα ήτανε γύρω της κι απ' όλη τη ζωή που είχε ακόμα μέσα της κι απ’ όλη την αρρώστια που της είχε ζωσμένο το κορμί της και της τότρωγετίποτα ! εξόν αυτό μονάχα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πού θα τη βάλωμε να κοιμηθή, είπε η Βεργίνα του Νίκου, άμα ήρθε το πρώτο βράδυ.

Εκεί δεν έχει πυρετούς μαλάριας, όπως εδώ, και όλοι μπορούν να δουλεύουν και να κερδίζουν χρήματα. Όλοι οι ξένοι πλούτισαν εκεί πέρα, ενώ εδώ λες και είμαστε σε τόπο νεκρών…» «Ναι, ναι, αυτό είναι αλήθειαΠήγε να πάρει αυγά για να του κάνει μια ομελέτα. «Βλέπεις, εδώ ούτε κρέας δεν έχουμε κάθε μέρα. Κρασί δεν βρίσκει πια κανείς…. Και αυτός ο διαχειριστής του μύλου πώς ονομάζεται; Τον γνωρίζεις

Έφεξεν ο θεός την χαρμόσυνον ημέραν, και οι αιπόλοι εφιλοτιμήθησαν να σφάξωσι και ψήσωσι δύο τρυφερά ερίφια, ενώ αι υλοτόμοι είχαν φέρει από το βουνόν πολλάς δωδεκάδας κοσσύφια αλατισμένα· και ο καπετάν- Κωνσταντής ανεβίβασεν από το γολεττί, το οποίον ουδένα κίνδυνον διέτρεχεν όπως ήτο καθισμένον αν δεν έπνεεν νότος από της ξηράς να το απωθήση προς το πέλαγος, ανεβίβασε δύο ασκούς γενναίου οίνου και έν καλάθιον με αυγά και κασκαβάλι της Αίνου και ημίσειαν δωδεκάδα όρνιθας και μικρόν βυτίον με σκομβρία.

Ήλθαν φέρουσαι πελωρίους κοφίνους, γεμάτους άνθη, λαμπάδας, κηρία και αγγεία με έλαιον, και πρόσφορα και μικράς φιαλίδας με &νάμα&, ή οδηγούσαι ονάρια με τα σάγματα επεστρωμένα διά κιλιμιών και χραμίων, φορτωμένα τορβάδες και δισσάκια με φλάσκας οίνου, με τυρία νωπά, ή ζεματισμένα και κόκκινα αυγά.

ΑΡΓΓΑΝ Μου διέταξε σούπα. ΤΟΥΑΝΕΤΑ Αμαθέστατος! ΑΡΓΓΑΝ Πουλερικά. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αμαθέστατος! ΑΡΓΓΑΝ Βιδέλο. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αμαθέστατος! ΑΡΓΓΑΝ Βραστά. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αμαθέστατος! ΑΡΓΓΑΝ Αυγά φρέσκα. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αμαθέστατος! ΑΡΓΓΑΝ Το βράδυ, δαμάσκηνα για μαλακτικά. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αμαθέστατος! ΑΡΓΓΑΝ Και προ πάντων να πίνω το κρασί μου πολύ νερωμένο. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ο και η αμαθής, το αμαθές.

Και η καλή η μήτηρ της προθυμότατα έδιδεν ανά δύο αρτιβαφή αυγά εις όλα τα παιδία· δύο αυγά κόκκινα, και τι ευτυχία! τι νίκη! ενώ η μάμμη εφώναζεν ότι αρκετά παιδία ήλθαν, και αρκετά ετραγούδησαν, και ότι έπρεπε να υπάγουν και αλλού.

Αν ο Καλίφης έμεινεν εκστατικός εις τα όσα είδεν, αυτή έμεινε πολύ περισσότερον, και ο μεγαλύτερος της θαυμασμός εστάθη εις το να ιδή τους δύο νεκρούς βασιλείς με την πλάκα γραμμένην εις τους πόδας· και, αφού την ανέγνωσεν, είδε την βασίλισσαν, που είχεν εις τον λαιμόν μια αρμαθιά από μαργαριτάρια, χονδρά ωσάν αυγά περιστεράς· τα οποία κυττάζοντάς τα με επιθυμίαν την απείκασεν ο Αμπτούλ, και ευθύς τα έβγαλεν από τον λαιμόν της βασίλισσας, και τα έβαλε της βεζυροπούλας, λέγοντάς της ότι από ετούτα θέλει πιστωθή ο πατέρας σου, πως είδες τον θησαυρόν μου· και ύστερον την επαρακάλεσε, διά να πάρη ότι άλλο αγαπά από εκείνα που βλέπει.

Ο πατήρ της δεν της είχε φέρει, ούτε αυγά, ούτε μυζήθραις, ούτε όρνιθες, αλλά της έφερε το σκληραγωγημένον και θαλασσόδαρτον άτομόν του και τας δύο στιβαράς και χελωνοδέρμους χείρας του, δι' ων ηδύνατο ακόμη επί τινα έτη να εργάζηται δι' εαυτόν και δι' αυτήν.

Ζήσασα επί ικανά έτη ακόμη, κατεσκεύαζεν ανελλιπώς κατ' έτος τη Μ. Πέμπτη την κοκκώνα της ατυχούς μικράς και την Κυριακήν του Πάσχα, άμα επέστρεφε το πρωί από της λειτουργίας της Αναστάσεως, ήνοιγε τότε μόνον, το άχρηστον μείναν φρέαρ και έρριπτεν εις το ύδωρ την &κοκκώναν& και τα &κόκκινα αυγά&, της μικράς Σοφούλας της.

Εχώθη λοιπόν απ’ εκεί μέσα εις την καλύβην. Εκεί εκατοικούσε μία γραία με ένα γάτον και με μίαν όρνιθα, η οποία έκαμνε κάθε ημέραν έν αυγόν. Την αυγήν όταν είδαν το παπί εις την καλύβην, ο γάτος εσήκωσε την ράχιν του υψηλά υψηλά, η όρνιθα εκακάνισεν, η δε γραία είπε: Τι είναι τούτο; Και επειδή δεν εκαλόβλεπεν, ενόμισεν ότι ήτο πάπια και είπε: Καλά την έχομεν, τώρα θα έχω και πάπιας αυγά.