United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από της ογκώδους βάρκας αρξάμενος, δι' ης εκόμιζεν ες Αγίου Όρους κομβολόγια και σφραγίδας και φλάσκας, εμελέτησε τόσον σοφώς τα των ανέμων και καιρών και αστέρων, ώστε προεγνώριζεν όλας του καιρού τας μεταβολάς. Όσον αφορά την μελέτην της πυξίδος, είχεν άλλα «σημάδια», ως έλεγε, πολύ ασφαλέστερα και γνωστά μόνον εις αυτόν.

Ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν, και από μιας ώρας ήδη είχον δώσει και λάβει εναλλάξ πολλούς αδελφικούς ασπασμούς εις τα χείλη της φλάσκας, ήτις ήτο τετραόκαδος και είχε κομισθή αρτίως εκ της πολίχνης πλήρης μοσχάτου.

Τότε ο εκ των καλεσμένων, όχι μόνον δεν τον εμέμφθη, αλλ' αισθανθείς και αυτός την όρεξίν του να τον κεντά, έλαβε λάθρα μίαν από τας πολλάς φλάσκας, τας οποίας είχον εισφέρει πλήρεις οίνου οι καλεσμένοι, και κατελθών ηρέμα εις την αυλήν, την επρόσφερεν εις τον Γκιουλήν, όστις ερρόφησεν όχι μετρίαν δόσιν, και κόψας ευγνωμόνως μέγαν μεζέν τον αντιπροσέφερεν εις τον διακριτικόν άνθρωπον.

Δύο χωρικοί όρθιοι, πέντε βήματα μακράν του ψητού, της φλάσκας και του σχοίνου, ίσταντο και συνωμίλουν ζωηρώς. Είχαν εύρη την ώραν και τον τόπον να λογομαχήσωσι δι' έν χωράφιον τεσσάρων στρεμμάτων, περί του οποίου εμάχοντο από ετών. Αντικρύ, προς μεσημβρίαν, επί του βραχώδους λόφου, ανάμεσα εις πέντε βράχους, εις τρία μονοπάτια και εις κρημνόν, ευρίσκετο το διαφιλονεικούμενον χωράφιον.

Ο Μπουκώσης, όστις ενόει την μυστηριώδη γλώσσαν της φλάσκας, δι' ης αύτη εκάλει τους φίλους της, ως η κλώσσα τους νεοσσούς της, έκαμεν έν βήμα με τον δεξιόν πόδα, εν σχήματι ορθής γωνίας, δεύτερον βήμα με το αριστερόν γόνυ εις το έδαφος, εξηπλώθη τετραποδίζων, επλησίασεν εις τον σχοίνον, και λαβών την μεγάλην οινοβριθή φλάσκαν την επλησίασεν εις τα χείλη του, και έπιε γενναίαν δόσιν απνευστί.

Τέλος ο Γιάννης ο Κούτρης αφήκε τον όνον του ήσυχον, και ο μπάρμπα-Γεώργης τ' Παναγιώτ' ως διά να ευχαριστήση τον μιμικόν, εξέφερε προς αυτόν ιδίως αποτεινόμενος, προς επισφράγισιν του συμποσίου, την τελευταίαν της ημέρας πρόποσίν του, ήτις ήχησεν υπόκωφος, ως να εξήλθεν από τον πάτον της φλάσκας, πλέον να κλώζη και να φυσά. — Κη τ' χρον' με του καλό να σας βρω! Ο Γιάννης ο Κούτρης απήντησε.

Έλεγαν δε προς αλλήλους: «Θυμάσαι, καρδάσ', τούτο; θυμάσαι, γιολδάσ', αυτόΌταν είνε τις με τον άριστον φίλον του εις ωραίαν εξοχήν, συμπαραστατούσης και φλάσκας με μοσχάτον, λησμονεί τα πάντα, και οι δύο άνδρες ουδ' υπώπτευον ότι τους έβλεπέ τις, όπερ άλλως τους ήτο αδιάφορον.

Κη πάντα καλώς ναρχήση, μπάρμπα-Γιώργη! Ο πάπ' Αγγελής δεν ηδυνήθη να μη γελάση, και οι άλλοι τον εμιμήθησαν. Ο Γιώργης τ' Παναγιώτ' μετεβίβασε την φλάσκαν εις τον αντικρύ του καθήμενον, τον Κούτρην, και ούτος έπιε χαιρετίσας διά βραχέων. Μετά την τρίτην δε περίοδον της φλάσκας, ουδεμίαν πλέον ησθάνετο αντιπάθειαν προς τον Γεώργην, αλλ' ηδελφώθησαν όλοι των.