United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συγχρόνως ηκούσθησαν ψιθυρισμοί έξωθεν, ως να συνεννοούντο μεταξύ των οι πολιορκηταί. Κάτωθεν του μικρού πατώματος προς τον τοίχον ήχησεν αλλόκοτος, ασυνήθης κρότος. Η Σοφία έβαλε τον δάκτυλον στο στόμα και ακουσίως εγέλασε. — Την φτερωτή... Την φτερωτή σπάζουν· για να μπουν απ' τη μυλότρυπα. — Εκεί είνε διαβολότρυπα, είπεν ο γέρων Σταμάτης.

Λιόββα η αγίαήχησεν εν τη αιθούση, πάντες αφήκαν κύβους, ποτήρια και γυναίκας, ίνα ενατενίσωσιν εις εμέ. Οι μεν ησπάζοντο τα άκρα της ζώνης, οι δε των ποδών μου τα ίχνη, μόνος δε ο αυτοκράτωρ τας χείρας.

Εις το αμφιθέατρον μία βοή ηγέρθη: — Οι χριστιανοί! . . . οι χριστιανοί! . . . . Αι σιδηραί κιγκλίδες έτριξαν, ανά τους διαδρόμους τους σκοτεινούς ήχησεν η συνήθης κραυγή των μαστιγοφόρων: «Εις την άμμονκαι εν ριπή οφθαλμού η κονίστρα εγέμισεν από χριστιανούς, οι οποίοι έτρεχον με πυρετώδη ταχύτητα και φθάσαντες εις το κέντρον εγονάτισαν πλησίον αλλήλων ανατείνοντες τας χείρας εις τον ουρανόν.

Εδώ και εκεί συριγμοί ηκούσθησαν. Μετ' αυτών ηνώθησαν φωναί καλούσαι τους μαστιγοφόρους. Αλλ' ολίγον κατ' ολίγον αποκατεστάθη η σιγή, διότι ουδείς εγνώριζε τι θα αντιμετώπιζε τον γίγαντα, ούτε εάν κατά την κρίσιμον στιγμήν εκείνος θα ηρνείτο την πάλην. Η αναμονή δεν διήρκεσεν επί πολύ. Αίφνης ήχησεν ο οξύς τριγμός των χαλκίνων οργάνων.

Όλη εκείνη η εκτεταμένη περιφέρεια ήτο κατά την ώραν εκείνην ευρύτατος ναός, όπου εδοξάζετο το μεγαλείον του Θεού. — Χριστός ανέστη, ορέ παιδιά!. . Η φωνή ήχησεν εκ τρίτου. Συγχρόνως παρά το φως της λαμπάδος εφάνη αναλαμπή πυρολίθου και μετά μίαν στιγμήν διεχύθη ανά την έκτασιν βαρύς βρόμος πυροβόλου.

Σαν ένας τρελλός, επηδούσα από τους δρόμους γεμάτους από ανθρώπους. Τέλος οι διαβάται ετρόμαξαν και ήρχισαν να με καταδιώκουν. Καταλάβαινα τότε ότι η δυστυχία μου επλησίαζεν. Εάν ημπορούσα να ξεσχίσω την γλώσσαν μου θα το έκαμνα. Αλλά μία αγρία φωνή ήχησεν εις τα αυτιά μου, και ένα χέρι ακόμη αγριώτερον με άρπαξεν από τον ώμο. Εγύρισα πίσω, εζήτησα ν' αναπνεύσω και πάλιν.

Ότε επρόφερε μεγαλοφώνως την τελευταίαν φράσιν ο ξένος, ήχησεν αύτη παραδόξως, ως ειρωνεία, εις το ους αυτού. Ενόσω εσκέπτετο ενδιαθέτως τούτο, εφαίνετο αυτώ πιθανόν, αλλ' ότε το εξέφρασε, τω εφάνη γελοίον, και είπε καθ' εαυτόν: Να είνε βαλμένος; Και ποιος είμαι εγώ διά να φροντίζουν δι' εμέ, να με κατασκοπεύουν; Ποίος ενδιαφέρεται διά τον δυστυχή εμέ; Και εστέναξεν.

Οι δύο οδοιπόροι ελησμόνουν την πείναν των, θαυμάζοντες τας ποικίλας εκείνας προσωποποιήσεις του Μορφέως, ότε ήχησεν αίφνης η φωνή του αργυρού αλέκτορος, δι' ου εκοσμείτο το ωρολόγιον του κοιτώνος, αριστούργημα αραβικής τέχνης, δωρηθέν υπό Σαρακηνού ηγεμόνος φιλοξενηθέντος εν τη Μονή, όπου εύρε, κατά τας κακάς γλώσσας, πάσας των ανακτόρων του τας απολαύσεις.

Τούτο όμως δεν εγένετο. Η συμβουλή του Ζαλοκώστα « Μη δεχθήτε ήθη νέα, ο αγών δεν επεράνθη » δεν ήχησεν εις ώτα ακουόντων.

Χριστός ανέστη, παιδιά!. . . Η φωνή ηκούσθη από την ράχην έντονος και παρατεταμένη. Αναπαλλομένη έφθασεν εις τας καρδίας των αξέστων ακροατών όλων κ' επέχυσεν επ' αυτών γλυκύτητα και συγκίνησιν. — Χριστός ανέστη, παιδιά!. . . Η φωνή ήχησεν εντονωτέρα. Οι βλάχοι όλοι και οι χωρικοί έκλινον την κεφαλήν κ' έκαμαν τον σταυρόν των.