Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
— Ε! παπά μ', ο καθένας τώρα έχει το λογαριασμό τ'. Δεν πάει άλλος να βάλη το κεφάλι του στον τρουβά, κατάλαβες, για να γλυτώσ' εσένα. Ο πάπα-Φραγκούλης εστέναξεν, ως να ώκτειρε την ιδιοτέλειαν και μικροψυχίαν, ης ζώσα ηχώ εγένετο ο Πανάγος. — Και τι θα πάθουνε το κάτω-κάτω; επανέλαβεν, ως διά ν' αναπαύση την συνείδησίν του ο μαραγκός.
— Δεν υπάρχει κανείς . . . Είσαι μοναχός σου . . . Δεν έχεις ταίρι. Και ο Λάμπρος εστέναξεν εκ δευτέρου, αναλογιζόμενος ότι, αν υπήρχαν πενήντα τοιούτοι εκλογείς, μη δεχόμενοι χρήματα, αλλ' υποσχόμενοι, ουχί ως ο μπαρμπα-Διοματάρης, να ψηφοφορήσουν, κατ' ευχήν, θα εκέρδιζε και αυτός πενήντα χάρτινα δεκάδραχμα από μίαν εκλογήν.
Δεν έχεις τίποτα, κορίτσι μου. — Α! Μπάρμπ' Αλέξανδρε, εψέλλισεν ασθενώς. Πότε θα μου πης πάλι τα θεία... τραγούδια; — Όποτε θέλεις, Κούλα μου. Άμα γείνη αγρυπνία εις τον Άγιον Ελισσαίον να έλθης να σου τα πω. — Να μου τα πης. Μα θα τ' ακούσω; — Άμα προσέχης, θα τ' ακούσης ... — Ωχ! Εστέναξεν, έκλεισε τα όμματα και δεν μου ωμίλησε πλέον. Της έφεραν χρίσμα, έλαιον από την κανδύλαν.
Ότε επρόφερε μεγαλοφώνως την τελευταίαν φράσιν ο ξένος, ήχησεν αύτη παραδόξως, ως ειρωνεία, εις το ους αυτού. Ενόσω εσκέπτετο ενδιαθέτως τούτο, εφαίνετο αυτώ πιθανόν, αλλ' ότε το εξέφρασε, τω εφάνη γελοίον, και είπε καθ' εαυτόν: Να είνε βαλμένος; Και ποιος είμαι εγώ διά να φροντίζουν δι' εμέ, να με κατασκοπεύουν; Ποίος ενδιαφέρεται διά τον δυστυχή εμέ; Και εστέναξεν.
Επανέλαβε το δίστιχον τούτο δις και τρις, εις γνωστόν αυτή παλαιόν ήχον. — Ιδού, τώρα τα βλέπεις τα πέρα τα βουνά, είπεν ο Μαθιός· μόνον πως αντί για πανιά έχουμε κουπιά· και μας λείπει και το τιμόνι. Η νεαρά γυνή και πάλιν εστέναξεν. — Είνε καιρός να γυρίσουμε; ηρώτησεν ο νέος. Είπε τούτο μετά θλίψεως· εφαίνετο ότι αι λέξεις εξήρχοντο μαραμμέναι από το στόμα του.
Ο Κ. Πλατέας έστρεψε την κεφαλήν προς το καφενείον, ύψωσε το βλέμμα προς τον δύοντα ήλιον, έσυρεν εκ του θυλακίου το ωρολόγιόν του, είδε την ώραν και εστέναξεν ελαφρώς. — Ό,τι θέλεις με κάμνεις, είπε. Οι δύο φίλοι διηυθύνθησαν προς το έρημον καφενείον, προς άκραν ευχαρίστησιν του ιδιοκτήτου, όστις έδραμε προσφέρων τας υπηρεσίας του.
Ούτως ο Γελίμερος με όλους τους συγγενείς και ομοφύλους του παρηκολούθει τον θρίαμβον φέρων επί των ώμων εσθήτα πορφυράν. Ότε δε έφθασεν εις τον Ιππόδρομον και είδε τον βασιλέα καθήμενον επί θρόνου υψηλού και τον λαόν όλον της Κωνσταντινουπόλεως, αναλογισθείς πού κατήντησε, δεν έκλαυσεν ούτε εστέναξεν, αλλ' επανέλαβε πάλιν την ρήσιν του Εκκλησιαστού περί ματαιοτήτων.
Και με το σύγκαιρο σπρώξιμο τόσων στηθών το πλοίο εστέναξεν, εταλαντεύθη κ' εγλύστρησε τέλος στα νερά σαν πάπια μαζί με το αμούστακο πλήρωμά του. — Καλοτάξειδο, καπετάν Μαλάμο, καλοτάξειδο! και το καρφί του μάλαμα! εφώναξεν ο ναυτόκοσμος βρέχοντας το αντρόγυνο με θάλασσα. Μα εκείνη την ώρα ένα παιδί στο τρέξιμό του εχτύπησε κάπου κ' επλατάγισε λειπόθυμο στα νερό.
Όπως και αν έχη το πράγμα, έπραξεν όσα ανέφερα· ο δε Κροίσος, τεθείς επί της πυράς, ενθυμήθη με όλα του τα δεινά τον Σόλωνα και τους λόγους τους οποίους ούτος, κατ' έμπνευσιν θείαν, τω είχεν ειπεί· ότι δηλαδή κανείς άνθρωπος δεν είναι ευδαίμων. Ενθυμηθείς ταύτα εστέναξεν, έρρηξε την σιωπήν και επανέλαβε τρις το όνομα του Σόλωνος.
Ο Χίλων διεκόπη εις τας σκέψεις του από τον Κουάρτον, όστις επέστρεψε μετ' ολίγον συνοδευόμενος από άνθρωπον, φέροντα μόνον ένα από τους χιτώνας εκείνους των εργατών, οίτινες άφιναν γυμνόν τον δεξιόν βραχίονα καθώς και την δεξιάν πλευράν του στήθους. Εις την θέαν του νεωστί ελθόντος ο Χίλων εστέναξεν εξ ευχαριστήσεως. Ποτέ δεν είχεν ιδή τοιούτον βραχίονα ούτε τοιούτο στήθος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν