United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έλεγε ψεύματα πολλά, και αλήθειαις ωμοιάζαν· και ως άκουε τα δάκρυα της ρέαν κ' η θωριά της έλυονε· και ως εις τα υψηλά βουνά λυόνει το χιόνι, 205 'που αφού το ρίξη ο Ζέφυρος ο Εύρος τ' αναλύει, και ως λυόνει εκείνο οι ποταμοί πληθένουν ενώ ρέουν, όμοια τα ωραία μάγουλατα δάκρυα της ελυόναν, ως έκλαιε τον άνδρα της καθήμενον σιμά της· και κείνος την γυναίκα του, 'που εθρήνει, εσυμπονούσε· 210 αλλ' ως κέρατ' ή σίδερο τα μάτι' ασάλευτ' ήσαν, 'ς τα βλέφαρ' ως αφάνιζε τα δάκρυα του με τέχνη. και αφούτον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, πάλιαυτόν απάντησεν, ωμίλησέ του κ' είπε· «Αλήθεια, ξένε, τώρα σε, θαρρώ, θα δοκιμάσω, 215 εάν εκεί τον άνδρα μου με τους λαμπρούς συντρόφους εξένισεςτο σπίτι σου τωόντι, ως τώρα λέγεις, ειπέ μου ποια φορέματα το σώμα του εφορούσε, και αυτόν και τους συντρόφους του παράστησε μ' ως ήσαν».

Μόνος ο Άγιος Μερκούριος, με την βαρείαν περικεφαλαίαν του, με τον θώρακα, τας περικνημίδας και την ασπίδα, φαίνεται ολίγον τι εγκαρσίως βλέπων και κινούμενος και δρων, εις τα δεξιά του ναού, εκεί όπου διατρυπά με το δόρυ του τον επί θρόνου καθήμενον ωχρόν Παραβάτην.

Κη πάντα καλώς ναρχήση, μπάρμπα-Γιώργη! Ο πάπ' Αγγελής δεν ηδυνήθη να μη γελάση, και οι άλλοι τον εμιμήθησαν. Ο Γιώργης τ' Παναγιώτ' μετεβίβασε την φλάσκαν εις τον αντικρύ του καθήμενον, τον Κούτρην, και ούτος έπιε χαιρετίσας διά βραχέων. Μετά την τρίτην δε περίοδον της φλάσκας, ουδεμίαν πλέον ησθάνετο αντιπάθειαν προς τον Γεώργην, αλλ' ηδελφώθησαν όλοι των.

Τας Κυριακάς ελειτουργείτο τακτικώς εις την εκκλησίαν της Μεταμορφώσεως, ενίοτε δε μετά την ακολουθίαν οι χωρικοί, ή κυνηγοί επιστρέφοντες εκ της άγρας, τον συνήντων περιπλανώμενον εις τα πετρώδη της νήσου βουνά, ή καθήμενον επί βράχου με τα βλέμματα εστραμμένα προς την Τήνον. Αλλ' ουδέποτε τον είδε τις το εσπέρας έξω της οικίας του.

Ο δε ναύτης, διαλογιζόμενος την στιγμήν, κατά την οποίαν ο Άγιος έσωσε το κλυδωνιζόμενον σκάφος, έτοιμον να καταποντισθή, εφαντάζετο τον άγιον ιστάμενον ατρόμητον εν τη πρύμνη και βαστάζοντα κραταιώς το πηδάλιον, ενώ η εικών παριστά τούτον καθήμενον επί θρόνου και ευλογούντα.

Αλλά τότε εφαντάσθην τον πατέρα της κόρης ταύτης καθήμενον προ εμού εντός πολυτελούς ινδικού περιπτέρου, παρά πλουσίαν τράπεζαν, εφ' ης έκαιεν υψηλός λύχνος ευγενούς πορσελάνης, κεκοσμημένος με τους φανταστικούς εκείνους δράκοντας και κροκοδείλους της ανατολικής τέχνης. Προ ημών και περί ημάς έκειντο ανοικτά τα οποία είδον κιβώτια πλήρη μεμβρανών και παπύρων, εξ ων λαμβάνων ο κ.

Επέβησαν εις ταύτα όπως περαιωθώσιν εις Καπερναούμ· κ' εκεί, λίαν πρωί, Τον εύρον, μεθ' όλους τους κόπους και τας συγκινήσεις της χθες, κατόπιν της νυκτός της μονώσεως, και της προσευχής, και της τρικυμίας, γαλήνιον καθήμενον, και ατάραχον διδάσκοντα εν τη συνήθει Συναγωγή. «Ραββί, πότε ήλθες ώδεείνε η έκφρασις της φωτινής εκπλήξεώς των· αλλ' Εκείνος σιωπά.

Ενταύθα λοιπόν, εν τω ναώ τω μεγαλοπρεπεί και απαστράπτοντι, καθήμενον εις τους πόδας των διδασκάλων, επί του πολυχρώμου ψηφιδωτού του καλύπτοντος το έδαφος, ο Ιωσήφ και η Μαρία εύρον το θείον Παιδίον.

Κάτωθεν του ναού τούτου της Βαβυλώνος ευρίσκεται άλλος ναός περιέχων μέγα χρυσούν άγαλμα του Διός καθήμενον, και πλησίον μεγάλην τράπεζαν χρυσήν· του αγάλματος δε τούτου ο θρόνος και αι βαθμίδες είναι εκ χρυσσού, λέγουσι δε οι Χαλδαίοι ότι όλα αυτά έχουσι βάρος οκτακοσίων ταλάντων.

Ενώ ετοιμάζετο να παρακαθήση εις την τράπεζαν, ταράσσεται η όρασίς του και νομίζει ότι ουδεμία θέσις υπάρχει κενή. Είναι τούτο η αρχή του κακού. Βαδίζει προς την έδραν του, αλλά κραυγή φρίκης εξέρχεται του στήθους του! Βλέπει επ' αυτής καθήμενον τον νεκρόν Βάγκον! Οι συνδαιτυμόνες ανεγείρονται έντρομοι, αλλ' ουδέν βλέπουσι, διότι ουδέν υπάρχει.