United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι πόδες του, ανασυρομένου του βρακίου κατήρχοντο ξηροί ως δύο κλώνοι ελαίας, με τας λευκάς μαλλίνους περικνημίδας και τα υποδήματα τα γεμενιά, εξ απλού εγχωρίου δέρματος, τα λεγόμενα άλλως τομαρίσια. Καποτάκι κοντό με κουκούλαν εκάλυπτε την κεφαλήν του και τους ώμους.

Προ τριών ετών κατά πρώτον είδον αι γειτόνισσαι ν' αναιβοκαταιβαίνη την σαθράν ξυλίνην κλίμακα της μικράς οικίαςκαλυβίου μάλλοντης συνεχομένης μετά του φούρνου, νεάνιδα εύμορφον, με μαύρα μάτια, με μαύρα πολλά και μακρυά μαλλιά, εικοσιδύο ετών κορίτσι, μετά χάριτος φέρον την λαδιάν μανδήλαν και το λευκότατον κολόβιον, 'σαν το χιόνι άσπρο και το κορίτσι και το κολόβιον, ενώ επιχαρίτως οι λεπτοκαμωμένοι πόδες της ωραίας κόρης φέροντες παλλεύκους περικνημίδας έσυρον κομψώς τας κεντητάς εμβάδαςτης κουντούρεςβροντώσας φαιδρώς επί των μισοσπασμένων βαθμίδων της σαθράς κλίμακος.

Όγκος μέλας ως καθεύδουσα προβατίνα εξεδιπλώθη τότε, κ' εξήλθεν εις την ξηράν άνθρωπος υψηλός, μαύρος, πένθιμος, φέρων βαρείαν θεσσαλικήν χλαίναν, περικνημίδας και υποδήματα καλογηρικά. Το επίμηκες πρόσωπόν του ωμοίαζε προς πρόσωπον αμνάδος, αλλ' υπό τας πυκνάς οφρύς ουδέ ίχνος οφθαλμού διεφαίνετο πλέον.

Μεθ' ο έλαβε θερμόν ακόμη εκ της προσψαύσεως του χρωτός το πάλλευκον κολόβιον της νεαράς γυναικός, και το προσήρτησεν επί της δευτέρας κώπης, ως πανίον. Η Λιαλιώ έμεινε με το μεσοφούστανον, κοντόν έως τας κνήμας, λευκόν όσον και το κολόβιον, και με τας λευκάς περικνημίδας, υφ' ας εμάντευέ τις τας τορνευτάς και κομψάς κνήμας, λευκοτέρας ακόμη.

Μόνος ο Άγιος Μερκούριος, με την βαρείαν περικεφαλαίαν του, με τον θώρακα, τας περικνημίδας και την ασπίδα, φαίνεται ολίγον τι εγκαρσίως βλέπων και κινούμενος και δρων, εις τα δεξιά του ναού, εκεί όπου διατρυπά με το δόρυ του τον επί θρόνου καθήμενον ωχρόν Παραβάτην.

Με την χλαίναν του εκάλυψε τα νώτα αναλαβών αυτήν από του βράχου, και κατεβίβασε το βρακίον, περιενδύσας τας γυμνάς κνήμας του. Τας περικνημίδας και τα υποδήματα είχε καταλίπει εις την λέμβον. Εξεσφενδόνισεν εις την θάλασσαν το μανδήλιον και τα όστρακα μετά μίσους και αποστροφής, ως τι κατηραμένον πράγμα. Ο ήλιος μετ' ολίγον έδυεν.

Εννοείς, δηλαδήτις, να μας προσβάλης; υπέλαβε τραχέως χονδρός τις και κοντός συμπότης, συνδυάζων διά του παραδόξου αυτού ιματισμού πίλον, αναξυρίδα, περικνημίδας και τσαρούχια. — Δεν έχει προσβολή εδώ, Κυρ Γιαννάκη! απήντησεν ηρέμα ο δεκανεύς. Το μέλι, μάτια μου, κολλάειτα δάκτυλα και χωρίς να θέλης. Γενικός γέλως υπεδέχθη το σοφόν απόφθεγμα του κυρίου μου, και η καταιγίς παρετράπη.

Και είς τινας νήσους του Αιγαίου, όπου αι γυναίκες δεν φορούν περικνημίδας, αλλά μόνον πτερνοπατημένα υποδήματα, επικρατεί ακόμη η συνήθεια να βάφουν με κοκκινάδι την πτέρναν, χωρίς να παραμελούν, εννοείται, και το πρόσωπον. Το ψιμμύθιον είνε αρχαίον ως η ασχημία και η φιλαρέσκεια.