United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το ήσυχον βλέμμα των μεγάλων μαύρων οφθαλμών της υπό τας μακράς και πυκνάς βλεφαρίδας των, τα ωχρά άνευ μειδιάματος χείλη της, εξέφραζον λύπην βαθείαν, αλλά λύπην σιωπηλήν, μη επιζητούσαν παρηγορίαν, ούτε επιδεκτικήν παρηγορίας, λύπην με την οποίαν ζη τις και με την οποίαν θ' αποθάνη. Μ' εγοήτευσεν η θέα της, καθώς γοητεύει η θέα εικόνος ευσεβούς ή σεμνού αγάλματος.

Ενώ παρετήρουν, αυτά έφθαναν κατά πυκνάς φάλαγγας, τάχιστα, με άπληστα μάτια δελεαζόμενα από την μυρωδιά του κρέατος. Διά να τ' απομακρύνω κατέβαλα πολλάς προσπαθείας και μίαν προσεκτικήν επίβλεψιν. Ό,τι είδα τότε με εθάμβωσε και με ετρόμαξε. Το εκκρεμές κατέβαινε περίπου μίαν υάρδαν. Συνέπεια τούτου φυσική ήτο να αυξηθή αναλόγως και η ταχύτης.

Τα κύματα διωκόμενα μας φθάνουν· και βλέπομεν τας θραυομένας κορυφάς των ως στόματα αφρίζοντα εκ της οργής, φαγκρίζοντα, με στίλβοντας λευκούς οδόντας. Έρχονται από το σκότος και χάνονται εις το σκότος. Λόχοι με πυκνάς αργυράς λόγχας απαστράπτουσας εις την φωτοβολίαν των οίστρων, λόχοι λευκάσπιδες, πίπτοντες γενναίως επί του υγρού πεδίου, πλην πάραυτα αντικαθιστάμενοι υπό των ετοίμων εφεδρειών.

Ο κυρ-Βαρσαμός τον έβλεπε σιωπηλός, ως να ήθελε να τον ζωγραφίση. — Καλά, καλά! φωνάζει ο γέρω-Δημάκης. Μέσατα φρύδια! — Ο κυρ-Βαρσαμός τότε, αντικρύσας το οξύ βλέμμα του θεσσαλού φυγάδος, κεκρυμμένον υπό τας πυκνάς οφρύς, δεν αντέσχε και κατεβίβασε τους οφθαλμούς. — Ε, μη σε μέλει. Μια υπογραφή σου μόνον, και θάχης κέρδη όσα θέλης.

Οι υπερασπισταί όμως του Αρκαδίου, ατρόμητοι εις τας θέσεις των, κατά την φοβεράν εκείνην στιγμήν, εθέριζον τας πυκνάς των Τούρκων φάλαγγας. Αλλά και οι Τούρκοι ακλόνητοι προχωρούντες έφθασαν εις τα πρόθυρα της μονής και ώρμησαν εις το ρήγμα της πύλης.

Ίδετε την νικήτριαν του Ιλίου και των Φρυγών πως προχωρεί εστεμμένη ήδη την κεφαλήν προς το ιερόν ύδωρ της θυσίας και προς τον βωμόν της θεάς, ίν' αποθάνη εκτινάσσουσα από του σφαζομένου ωραίου της λαιμού πυκνάς ρανίδας αίματος. Σε περιμένουν, κόρη, εκεί ο πατήρ σου, κρατών το δροσερόν ύδωρ της ιεράς πηγής, και ο βωμός και ο στρατός των Ελλήνων, ο ανυπόμονος να φθάση εις την πόλιν του Ιλίου.

Το πρόσωπόν του μόνον ωμοίαζε πλέον προς αμνάδος πρόσωπον, επίμηκες και παχύ ως φουσκωμένον. Πλην υπό τας πυκνάς και μεγάλας οφρύς έλαμπον δύο λυγκέως οφθαλμοί, οξύτατοι, υαλιστεροί. Ο λιμενοφύλαξ κυττάζων περιέργως τον ξένον, ηθέλησε διά νεύματος να μάθη παρά του αλιέως τις ήτο: — Από το Προμύρι!

Ο Ούρσος ήτο έτοιμος να υπακούση. Εις τας πύλας εφύλαττον πράγματι δύο δορυφόροι, αλλ' οι στρατιώται δεν εμπόδισαν τους απερχομένους. Προ της θριαμβευτικής αψίδος υπήρχεν ακόμη θόρυβος φορείων και μετ' ολίγον οι άνθρωποι έμελλον να εξέλθωσι κατά πυκνάς ομάδας. Και αυτοί θα ανεμιγνύοντο εις το πλήθος και θα διηυθύνοντο εις την οικίαν των. Η Λίγεια επανελάμβανε: — Ναι, Ούρσε, ας φύγωμεν.