United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκτός του Ούρσου, η Πομπονία παρεχώρησεν εις την Λίγειαν την γραίαν τροφόν της, δύο Κυπρίας κομμωτρίας, και δύο νεάνιδας εκ Γερμανίας, αίτινες υπηρέτουν εις τα λουτρά. Η εκλογή της έπεσεν επί των οπαδών της νέας διδασκαλίας, την οποίαν και ο Ούρσος επρέσβευεν από πολλών ετών. Έγραψε προς τούτοις λέξεις τινάς συνιστώσα την Λίγειαν εις την προστασίαν της Ακτής, της απελευθέρας του Νέρωνος.

Ο Ούρσος μετέφερε την Λίγειαν εις την Συβούρην· οι σύντροφοί του είχον σκορπισθή. Οι δούλοι συνηθροίσθησαν προ της οικίας του Βινικίου και συνεσκέπτοντο. Δεν ετόλμων να εισέλθουν. Μετά βραχείαν σύσκεψιν επανήλθον εις τον τόπον της συμπλοκής. Εύρον εκεί νεκρούς τινας, ως και το πτώμα του Ατακίνου το οποίον ήσπαιρεν ακόμη. Εσήκωσαν το πτώμα και εστάθησαν έξω της θύρας.

Βοήθησέ με να σηκωθώ! είπε. Δεν θέλεις να με φονεύσης αληθινά; Συνόδευσέ με έως την θύραν· έπειτα θα υπάγω μόνος. Ο Ούρσος τον εσήκωσεν ως πτερόν, και έπειτα τον ωδήγησε προς την έξοδον. Όταν ο Χίλων έμεινε πλέον μόνος του εις τον δρόμον έψαυσε τα πλευρά του, ως διά να βεβαιωθή ότι έζη ακόμη· έπειτα ήρχισε να βαδίζη.

Δεν θα μείνω ούτε εδώ, ούτε εις του Βινικίου· ποτέ! Η Ακτή εξεπλάγη από την αντίστασιν ταύτην. — Ώστε, ηρώτησε, τον αποστρέφεσαι τόσον, τον μισείς; Αλλ' η Λίγεια δεν ηδυνήθη ν' απαντήση καταληφθείσα και πάλιν υπό λυγμών. Η Ακτή την είλκυσε προς το στήθος της και προσεπάθησε να την καταπραΰνη. Ο Ούρσος ανέπνεε θορυβωδώς και έσφιγγε τας πυγμάς.

— Ο Ούρσος δεν είπεν ότι θα επιστρέψη· είπεν ότι θα παραμονεύση το φορείον απόψε. — Είναι αληθές! Εξήλθον του κοιτώνος και μετέβησαν εις το λουτρόν. Μετά το λουτρόν και το πρόγευμα, η Ακτή ωδήγησε την Λίγειαν εις τους κήπους του παλατίου, όπου δεν είχον να φοβηθούν καμμίαν συνάντησιν, διότι ο Καίσαρ και οι φίλοι του εκοιμώντο ακόμη.

Ο Χίλων επρότεινε να ακολουθήσουν τον Βατικανόν αγρόν μέχρι της Φλαμινιανής πόλης, όπου θα διήρχοντο τον ποταμόν και θα επροχώρουν έξω των τειχών, όπισθεν των κήπων του Ακιλίου προς την Σαλαρίαν πύλην. Μετά μικρόν δισταγμόν ο Βινίκιος εδέχθη το δρομολόγιον αυτό. «Αναμφιβόλως, έλεγεν εν εαυτώ ο Βινίκιος, και ο Ούρσος θα ευρίσκεται εκεί

Ο Ούρσος απέστρεψε την κεφαλήν εκ της εστίας και απήντησε μειδιών, σχεδόν φιλικώς: — Ο Θεός να σου δώση, κύριε, καλήν ημέραν και καλήν υγείαν· αλλ' είμαι άνθρωπος ελεύθερος και όχι δούλος. — Δεν είσαι λοιπόν εκ των ανθρώπων του Αούλου; ηρώτησεν. — Όχι, αυθέντα· υπηρετώ την Γαλλίναν, όπως υπηρέτησα και την μητέρα της, αλλ' οικειοθελώς. Εις την πατρίδα μας δούλοι δεν υπάρχουν.

Ο Κρότων είχεν ήδη συζητήσει διά την αμοιβήν της εκστρατείας και έλεγεν εις τον Βινίκιον: — Αναλαμβάνω, ευγενή κύριε, να αρπάσω με αυτήν εδώ την χείρα όποιον μου υποδείξης και με αυτήν την άλλην να υπερασπισθώ κατά επτά Λιγείων, ως αυτός ο Ούρσος, και τέλος να φέρω την κόρην εις την οικίαν σου, ακόμη και αν όλοι οι χριστιανοί της Ρώμης επρόκειτο να με καταδιώξουν ως λύκοι της Καλαβρίας.

Πλησίον της εστίας εκάθητο η Λίγεια, κρατούσα εις τας χείρας βούρλον μικρών ιχθύων προωρισμένων διά το δείπνον. Αφωσιωμένη εις το να εξαγάγη τους ιχθύς εκ του βούρλου και με την βεβαιότητα ότι θα ήτο ο Ούρσος δεν εκινήθη ποσώς. Ο Βινίκιος επλησίασε και καλέσας αυτήν έτεινε τους βραχίονας.

Αλλ' ο Βινίκιος διέκρινε την Λίγειαν πλαγιασμένην παρά τον τοίχον επί τινος μανδύου και χωρίς να είπη λέξιν, εγονάτισε πλησίον της. Ο Ούρσος τον ανεγνώρισε τότε και είπε: — Ευλογημένον το όνομα του Χριστού! Αλλά μη την εξυπνάς, αυθέντα. Ο Βινίκιος την εθεώρει δακρύων και συγκεκινημένος.