United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρχισε να κλαίη μετά λυγμών. Ο πατήρ του βεβαίως επνίγετο. Και αυτός δεν ηδύνατο να τον βοηθήση. Ω! να είχε τόσην δύναμιν, τόσην, όσην ο άνεμος και η θάλασσα! Αστραπή διέσχισε το σκότος. Ως εκατόν οργυιάς ανοικτά εις το πέλαγος είδεν ο Πάπος εν ακαρεί μαύρα τινα σώματα, προεξέχοντα του κύματος. — Τ' Αραπάκια! επρόφερεν εν μέσω των λυγμών του ο νέος. Απάνω στ' αραπάκια έπεσαν.

Κ' επρόβαλ' ο Σταυρός με τα ξαπτέρυγα κι' επρόβαλ' ο παπάς με το θυμιατήρι, και πρόβαλαν τέσσαρες νομάτοι μ' ένα λείψανο στον ώμο, και στο πλάγι ο Μιχαήλος ανεμαλλιάρης και λουσμένος εις τα δάκρυα... Αχ! παιδί μου! παιδάκι μου!... Ποιος το ήξευρε να τον εμποδίση!! Εδώ η τρέμουσα φωνή της συνεπνίγη υπό των λυγμών και των κλαυθμών της. Ήτον η πρώτη φορά εκείνην την ημέραν.

Το πρόσωπον του Νέρωνος έτρεμε, και μετά μίαν στιγμήν, άφθονα δάκρυα έρρεον από των οφθαλμών του. Εστηρίχθη με τας δύο χείρας επί των βραχιόνων του Πετρωνίου, έθεσε την κεφαλήν επί του στήθους του και επανέλαβε μετά λυγμών: — Είσαι ο μόνος, ο μόνος όστις εσκέφθης αυτό. Συ μόνος, Πετρώτριε· συ μόνος! Ο Τιγελλίνος ωχρίασεν εκ πείσματος. Ο Πετρώνιος εξηκολούθησε: — Αναχώρησον εις το Άντιον!

Και μέσα εις τα τραγούδια των καλεσμένων, επανέλαβε και ο καπετάν- Θοδωρής το τραγουδάκι του, όπου πρώτην φοράν το είχε τραγουδήσει εις το Ρεύμα της Κεχριάς, αλλά υπό λυγμών ιεράς συγκινήσεως διακοπτόμενος τώρα, διότι είδε την επαλήθευσίν του.

Αλλ' αίφνης η θύρα ανοίγει μετά φοβερού πατάγου, ωθήσασ' αυτόν να πέση κατακέφαλα, ενώ μία γραία, σχεδόν απερικάλυπτος Οθωμανίς ερρίπτετο εις τους πόδας της μητρός μου, μετά λυγμών και δακρύων. Φαίνεται ότι οι έξω υπηρέται τη εκώλυον την είσοδον και εκ της απελπισίας αυτής εβίασε την θύραν.

Στη ρίζα δυο αγκαλιασμένων δέντρων κάτου από μαύρα φύλλα σταλάζει η βρύση των λυγμών μόλις έρθη το βράδυ. Μόλις πλαγιάσουν τα πουλιά στα λίκνα των κλαριών και το δάσος βυθιστή στους συλλογισμούς του — η ψυχές κατεβαίνουν τη μαύρη ρεμματιά και πάνε στη βρύση των λυγμών να γεμίσουν. . .

Αλλ' αύτη τον εκράτει με όλην την δύναμίν της. — Πατέρα, έκραξε μετά δακρύων, πατέρα! — Τι έχεις, κόρη μου; Η μικρά ήρχισε να ολολύζη. — Πατέρα, μη με φονεύης, έλεγε μετά λυγμών. Ο άνθρωπος εκείνος εφάνη ότι συνεκινήθη· αλλ' όμως κατέπνιξε το αίσθημα τούτο και απήντησεν·Όχι κόρη μου, υπάρχει αθανασία! Και προσεπάθησε πάλιν ν' απαλλάξη τον τράχηλόν του από της περισφίγξεως των μικρών βραχιόνων.