United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Βινίκιος εστηρίχθη εις το άκρον του φορείου, έσκυψε προς τον Χίλωνα και προσβλέψας αυτόν εις τους οφθαλμούς, είπε με τρέμουσαν την φωνήν: — Συ επίλυσες την Λίγειαν. — Κολοσσέ του Μέμνονος! διεμαρτυρήθη ο άλλος έντρομος . . . . Αλλ' εις τους οφθαλμούς του Βινικίου δεν υπήρχε τι το απειλητικόν, και ο φόβος του γηραιού Έλληνος διελύθη αμέσως.

Οι εξόριστοι δε ούτοι ενήργουν, συνεννοούμενοι μετά των εν τη Θάσω φίλων των, να φέρουν στόλον και να επαναστατήσουν την πόλιν. Η τύχη δε κατ' εξοχήν τους εβοήθησεν. Η πόλις εστηρίχθη άνευ κινδύνου και η δημοκρατική κυβέρνησις, η οποία αντέστη εις τα πραττόμενα, κατελύθη.

Τι θέλεις, πατέρα; είπε τρέμων. — Σηκώσου, Αϊμά, έκραξεν ο Πρωτόγυφτος με κεραυνώδη φωνήν. Η νέα εστηρίχθη επί της ετέρας των πλευρών και έτριβε τους οφθαλμούς. — Σηκώσου, κόρη μου, είπεν ο Γύφτος με πραότερον τόνον. — Τι την θέλεις, πατέρα; ηρώτησεν ο Μάχτος αγωνιών. — Σηκώσου, επανέλαβεν ο Γύφτος, χωρίς να στραφή προς υιόν του.

Έρχομαι από την φυλακήν και σου φέρω ασπασμούς από την Λίγειαν. Ο Βινίκιος εστηρίχθη επί του βραχίονός του και ήρχισε να τον παρατηρή εις τους οφθαλμούς υπό το φως των δάδων, μη δυνάμενος να προφέρη λέξιν. Αλλ' ο Ναζάριος εμάντευσε την ερώτησιν, ήτις εχάνετο εις τα χείλη του. — Ζη.

Εστάθησαν υπό μίαν κυπάρισσον, εις την είσοδον του δωματίου, η Λίγεια εστηρίχθη εις τον κορμόν του δένδρου, ενώ ο Βινίκιος με φωνήν τρέμουσαν έλεγε προς αυτήν: — Πρόσταξε τον Ούρσον να υπάγη εις των Αούλων να ζητήση τα έπιπλά σου και τα παιδικά σου αθύρματα και να τα μεταφέρη εις την οικίαν μου. Και εκείνη, ερυθριώσα ως ρόδον ή ως αυγή, απεκρίθη: — Η συνήθεια άλλως απαιτεί να γίνη . . .

Το πρόσωπον του Νέρωνος έτρεμε, και μετά μίαν στιγμήν, άφθονα δάκρυα έρρεον από των οφθαλμών του. Εστηρίχθη με τας δύο χείρας επί των βραχιόνων του Πετρωνίου, έθεσε την κεφαλήν επί του στήθους του και επανέλαβε μετά λυγμών: — Είσαι ο μόνος, ο μόνος όστις εσκέφθης αυτό. Συ μόνος, Πετρώτριε· συ μόνος! Ο Τιγελλίνος ωχρίασεν εκ πείσματος. Ο Πετρώνιος εξηκολούθησε: — Αναχώρησον εις το Άντιον!

Πρέπει να σε γνωρίση τις τόσον εγγύθεν όσον εγώ, είπεν ο Πετρώνιος. Η Ρώμη δεν ηδυνήθη ποτέ να σε εκτιμήση. Ο Καίσαρ εστηρίχθη ισχυρότερον εις τον βραχίονα του Βινικίου, ως εάν εκάμπτετο υπό το βάρος της αδικίας, και εξηκολούθησε: — Με κατηγορούν ότι είμαι τρελλός. Όχι, δεν είμαι τρελλός, ζητώ . . . . .

Ο γέρων εστράφη, και ιδών έμπροσθέν του ένα άγνωστον, ανέκραξε: — Τι; Ποίος είσαι; — Απόστολος Παύλος, ο Ταρσεύς. — Είμαι κατηραμένος . . . Τι θέλεις; Ο Απόστολος απεκρίθη: — Θέλω να σε σώσω. Ο Χίλων εστηρίχθη επί δένδρου. — Δι' εμέ δεν υπάρχει πλέον σωτηρία! είπε με ασθενή φωνήν. — Δεν ηξεύρεις λοιπόν ότι ο Θεός εσυγχώρησε τον μετανοήσαντα ληστήν; ηρώτησεν ο Παύλος.

Αι κοινωνίαι, αρτιπαγείς, συνεκροτούντο ακόμη από γέροντας, των οποίων η ζωή διέρρευσε μέσω βαρυστενάκτου δουλείας, μεσήλικας και νέους, ανατραφέντας μέσω των καπνών του υπέρ ανεξαρτησίας πολέμου και γνωρίζοντας πόσας φοράς η Πατρίς εστηρίχθη επί της θρησκείας και ο καταδυναστευόμενος και από παντού πολεμούμενος ραγιάς που είχε προσηλωμένην την αλύγιστον ελπίδα του.

Ο Χίλων, όστις ηκολούθει τον Βινίκιον και τον Κρότωνα από πεντήκοντα βημάτων, εστάθη ευθύς· εστηρίχθη εις ένα τοίχον, και τους εκάλεσε να επανέλθωσι προς αυτόν. Ωπισθοχώρησαν, διότι επρόκειτο να συσκεφθώσιν. — Ύπαγε να ίδης, διέταξεν ο Βινίκιος, αν αυτή η οικία δεν έχει δευτέραν έξοδον προς άλλην οδόν.