United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' όταν μίαν φοράν, ο ιερεύς ηρώτησε: 'Σ τα ζωντανά ή 'ς τα πεθαμένα; Εφάνη εις την δυστυχή χήραν ως προσβολή, και έκτοτε δεν του ξαναείπε τίποτε. Τα τελευταία έτη η δυστυχία την είχε παρά πολύ καταβάλει την γηραιάν καπετάνισσαν. Επ' εσχάτων έπεσαν και τα πάκια της, την ημέραν που έπεσε και μια μεγάλη δοκός από του γηραιού ερειπίου, και δεν ημπορούσε πλέον να σκύψη παντελώς.

Αλλ' η λευκόπεπλος παρθένος διεξέφυγε σαν αέρας, από τας αγκάλας του γηραιού εφημερίου, του οποίου αι χείρες θλιβερώς επλατάγησαν μέσα εις την γαλήνην εκείνην του ναΐσκου. Κ' ευρέθη τότε η μεν έκπαγλος κόρη ισταμένη μεγαλοπρεπώς προ της Αγίας Πύλης και βλέπουσα προς τον ναόν ως θέλουσα να ομιλήση, ο δε παπά-Κονόμος, γονατισμένος κάτω εις τας πλάκας. Ο γέρων βοσκός έτρεμε διαρκώς.

Η Γιαννού έβγαλε το χράμι το μάλλινον, το διπλωμένον εις πολλάς πτυχάς, από το καλάθι της, το εξεδίπλωσεν, ετυλίχθη μ' αυτό, κ' έκλινε την κεφαλήν προς την ρίζαν του γηραιού πλατάνου. Απεκοιμήθη.

Βάδιζε ασφαλώς! διότι ηξεύρεις ποίον φέρεις; τον ημιάτλαντα του κόσμου, τον βραχίονα και την περικεφαλαίαν του ανθρωπίνου γένους. Ομιλεί κατά την στιγμήν ταύτην ή ψιθυρίζει τα εξής : « Πού είνε ο εκ του γηραιού Νείλου όφις μου», διότι ούτω με ονομάζει. Αλλά βλέπω ότι τρέφομαι με ηδυπαθέστατον δηλητήριον.

Ο θάλαμος, αποτελών μέρος υψηλού και ως φρούριον ωχυρωμένου πύργου, ήτο πεντάγωνος και ευρύτατος, έν δε μόνον παράθυρον απετέλει όλην την δυτικήν πλευράν, καλυπτόμενον υπό μεγάλης υέλου, ης το θαμβόν χρώμα έρριπτεν εντός του θαλάμου ωχρόφαιον το φως του ηλίου ή της σελήνης. Υπεράνω αυτού εξετείνετο το δίκτυω του γηραιού κτήματος, συγκρατούμενον από του τείχους του πύργου.

Όταν ανηγέρθη από τας πλάκας επώδυνα ο ιερεύς, δεν ηκούετο πλέον τίποτε από εκείνην την μελωδίαν, ήτις ολίγον κατ' ολίγον διελύθη και εχώνευσεν, ως διαλύεται το μοσχολίβανον. Απέμεινε δε μόνον εις την καρδίαν του γηραιού εφημερίου μία λεπτή ευωδία άρρητος, ως από νάρδου μυριστικής ασύλληπτος ευωδία.

Έβλεπον τα κιτρινωπά του γηραιού Γάγγου κύματα μεγαλοπρεπώς κυλιόμενα προ των οφθαλμών μου· τας ημιγύμνους των Ινδιών θυγατέρας επί της όχθης αυτού, επιθετούσας μετά θρησκευτικής προσοχής επί των αργών του υδάτων τα αναμμένα αυτών λυχνάρια, και παρακολουθούσας τον πλουν των λυχναρίων τούτων μετά παλμών καρδίας και δακρυβρέκτων ομμάτων, όπως ίδωσιν εάν ο εκλεκτός αυτών τας αγαπά. — Και έβλεπον μεταξύ αυτών μίαν προ πάντων, τόσον γνωστήν, τόσον οικείαν και τόσον εξέχουσαν των άλλων κατά την καλλονήν και το πνεύμα, ήτις και αύτη ετοποθέτει διά των λευκών δακτύλων της ευλαβώς έν μικρόν, ελαφρόν λυχνάριον επί των υδάτων του Γάγγου, και παρηκολούθει τας κινήσεις αυτού με τους ωραίους γαλανούς οφθαλμούς της, και έβλεπεν, ότι, όσω και αν απεμακρύνετο απ' αυτής το φλογίδιον του λύχνου, δεν εβυθίζετο, δεν εσβύνετο, και εσκίρτα ως δορκάς εξ αγαλλιάσεως, και ανεφώνει δακρύουσα, «με αγαπά! με αγαπά! θα πετάξω από τ η ν χ α ρ ά ν μ ο υ!» Και φλογερός πόθος διέκαιε την καρδίαν υπό τα στέρνα μου και απεφάσιζα απαρεγκλίτως να μεταβώ εις Καλκούτταν.

Ο Βινίκιος εστηρίχθη εις το άκρον του φορείου, έσκυψε προς τον Χίλωνα και προσβλέψας αυτόν εις τους οφθαλμούς, είπε με τρέμουσαν την φωνήν: — Συ επίλυσες την Λίγειαν. — Κολοσσέ του Μέμνονος! διεμαρτυρήθη ο άλλος έντρομος . . . . Αλλ' εις τους οφθαλμούς του Βινικίου δεν υπήρχε τι το απειλητικόν, και ο φόβος του γηραιού Έλληνος διελύθη αμέσως.