United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο φόβος, που του ενέπνευσεν ο δάσκαλος, μετεβλήθη εις γενικήν ανθρωποφοβίαν. Εφοβείτο με το δέος του αγρίου ζώου και, όπως τούτο, άμα έβλεπεν άνθρωπον, ήτο έτοιμος να τραπή εις φυγήν και να κρυβή. Οι μόνοι άνθρωποι τους οποίους δεν εφοβείτο ήσαν οι σύντροφοί του, ποιμένες και τυροκόμοι, ημιάγριοι, ως αυτός.

Ο Λάμπρος ο Βατούλας δεν ηυχαριστήθη πολύ ιδών τον Γιαννάκον τον Χαρτουλάριον επιβαίνοντα της αυτής λέμβου μετά δύο άλλων υποψηφίων. Επεθύμει και ήλπιζε να τον έβλεπεν επί χωριστής λέμβου πλέοντα.

Η μεταξύ του συζύγου και της καπνοσύριγγός του σιωπηλή σκηνή, ήτο ωσάν μία αποκάλυψις δι' αυτήν, αποκάλυψις θεία· ωσάν την στιγμήν εκείνην να επότισαν την διψασμένην, την ξηράν καρδίαν της με νάμα δροσοβόλον, ουρανόσταλτον . . . Έβλεπεν, έβλεπε και μόλις ετόλμα ν' αναπνεύση. Ήθελε τώρα να ορμήση, ήθελε να φωνάξη, αλλ' έσχε την δύναμιν να κρατηθή.

Ο Σαϊτονικολής ηγάπα να την πειράζη, και, αν την συνήντα εις τον δρόμον, θάλεγε του Μανώλη να της φιλήση το χέρι, ως σεβασμίας τάχα γραίας, διότι φοβερά επειράζετο όταν έβλεπεν αμφισβητουμένην την άλλως λίαν αμφισβητήσιμον νεότητά της.

Τότε αι ελπίδες ας είχε συλλάβει, οι φόβοι ους είχεν υποστή, αι εικόνες της φρίκης, τα ινδάλματα της ευτυχίας, εσωματώθησαν, έλαβον μορφήν και όψιν και παρήλασαν εν σχήματι ονείρων προ των οφθαλμών αυτού. Η πρώτη διαβάσα μορφή ήτο περικαλλής. Ήτο το πρόσωπον της Αϊμάς, λάμπον ως αστήρ, και το σώμα αυτής ευωδιάζον ως κρίνον. Τοιαύτην την έβλεπεν ο Μάχτος εις τους ονείρους του.

Την επιούσαν ο Θωμάς ευρίσκετο εις την αυτήν θέσιν και εξηκολούθει να πλέκη. Αι ημέραι παρήρχοντο και έγιναν εβδομάδες, το δε τουρλωτόν φέσι του επιφόβου γέροντος εφαίνετο καρφωμένον εκεί, όπως τα φόβητρα τα οποία απομακρύνουν από τους λαχανοκήπους τα πτηνά και τα ζώα. Και την Πηγήν σπανίως και μακρόθεν έβλεπεν, εις το παράθυρον και όταν μετέβαινεν εις την βρύσιν ή τον εσπερινόν.

Και τα ερείπια δε ήσαν αξιοπερίεργα, μολονότι, καθ' όσον ενθυμούμαι, αι αρχαιολογικαί διασαφήσεις του Κυρίου Σχολάρχου, όστις ήτο και αυτός εκ των της συνοδίας, μου εφάνησαν μάλλον φαντασιώδεις. Επεστρέψαμεν από τον περίπατον πολύ εξώρας. Ο Κ. Μελέτης έβλεπεν ανά πάσαν στιγμήν το ωρολόγιόν του.

Η προτίμησίς του διά την Πηγήν δεν ήτον ακόμα τόσον απόλυτος και οριστική, ώστε ν' αποκλείη πάσαν άλλην γυναίκα από την καρδίαν του. Η Πηγή ήτο το θηλυκόν το ανώνυμον. Την επροτίμησε διότι την εύρε προχειροτέραν. Αγαπών αυτήν ηγάπα την γυναίκα και την έβλεπεν εις το πρόσωπον όλων των νέων και ευειδών γυναικών.

Υπό τας υγράς εκείνας καμάρας και τας πολυδαιδάλους στοάς τω εφάνη ότι έβλεπεν αναπαράστασιν των φημιζομένων υπογείων της Αγίας Σοφίας, ως τω παρέστησαν ταύτα εν τη Πόλει άλλοτε.

Τα φύλλα εις το δάσος εκιτρίνιζαν και εκοκκίνιζαν, ο δε ψυχρός άνεμος τα ήρπαζε και τα έκαμνε να χοροπηδούν. Τα σύννεφα εχαμήλωναν ωσάν να τα εβάρυναν τα χιόνια, και οι κόρακες εκρύωναν και εφώναζαν κρωκ, κρωκ! Το παπί έβλεπεν όλα αυτά και ήτο συλλογισμένον.