United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρθένος μία περικαλλής φέρουσα ποδήρη χιτώνα ως ιερατικόν στιχάριον, σκεπασμένη δε την λυτήν κόμην της με πέπλον φαεινόν και αιγλήεντα, ως αραχνοΰφαντον βασιλικήν καλύπτραν, ιέρεια, θαρρείς, της αρχαιότητος, προέβη προς τας αγίας εικόνας ελαφρά και ταχεία ως άνεμος, χωρίς να πατή εις την γην. Εκεί σταθείσα, έκαμε σχήματα προσκυνήσεως. Ο ιερεύς έμεινεν άναυδος. Ο μπάρμπα-Γιωργός έτρεμεν ως φύλλον.

Ήτο αληθώς τόσον ωραία; είπε καθ' εαυτήν· ήτο άρα το πρόσωπόν της εκείνο, ή μήπως η υπό του κατόπτρου αντανακλωμένη μορφή ήτο γοητείας πλάνη, παραίσθησις ανεξήγητος, ως ήρχιζε να φοβήται η κόρη ότι ήσαν πάντα τα από της χθες συμβαίνοντα εις αυτήν θαυμάσια; Και αν η περικαλλής εκείνη του κατόπτρου εικών ήτο εξημμένης φαντασίας είδωλον, είδωλον άρα φανταστικόν ήτο και ο μυστηριώδης νυκτερινός της σύντροφος; — Κατά τίνα παράδοξον ειρμόν μετέβησαν οι λογισμοί της νεάνιδος από της θελκτικής θέας του ιδίου της προσώπου εις τον νυκτικόν της ξένον, θα εννοήση ευκόλως, αν όχι ο αναγνώστης μου, αλλά βεβαίως όμως πάσα μου αναγνώστρια· και διά τούτω περιττόν είνε να εξηγηθή διά μακρών, πώς η κατάπληκτος διάνοια της Ψυχής, από απορίας εις απορίαν μεταπίπτουσα, έφθασε τέλος εκεί, όθεν έπρεπεν ίσως ν' αρχίση, ότε εξυπνήσασα ευρέθη μόνη, τουτέστιν εις τον παράδοξον σύντροφον της παραδόξου νυκτός της.

Ο Πλήθων αυτομάτως ήνοιξε τους οφθαλμούς, ως τω είχεν ειπεί η Νύμφη, και είδε φαεινάς όψεις υπερφυείς, αστραπομόρφων ανδρών και γυναικών διερχομένων ενώπιον αυτού. Ο ηγέτης του θιάσου ήτο περικαλλής και λαμπρός νεανίας. Εκράτει χρυσήν λύραν εν τη δεξιά, και η όψις του ήτο φαιδρά και εξαισία. Ήτο ο Φοίβος Απόλλων. Είμαι ο Φοίβος Απόλλων.

Έμεινα επί πολλήν ώραν έκπληκτος, ανασκοπών εν εμαυτώ την οπτασίαν ταύτην. Εγερθείς δε, εύρον εμαυτόν αλλοίος ή οίος ήμην πρότερον. Το βήμα μου κατέστη ως υπόπτερον, και η διάνοιά μου ήτο διαυγής, ως να κατωπτρίζετο εν εαυτή η περικαλλής μορφή της θεάς. Σήμερον δε συναντιλήπτορας μόνον ζητώ, όπως εκτελέσω την επιτραπείσαν μοι εντολήν.

Τότε αι ελπίδες ας είχε συλλάβει, οι φόβοι ους είχεν υποστή, αι εικόνες της φρίκης, τα ινδάλματα της ευτυχίας, εσωματώθησαν, έλαβον μορφήν και όψιν και παρήλασαν εν σχήματι ονείρων προ των οφθαλμών αυτού. Η πρώτη διαβάσα μορφή ήτο περικαλλής. Ήτο το πρόσωπον της Αϊμάς, λάμπον ως αστήρ, και το σώμα αυτής ευωδιάζον ως κρίνον. Τοιαύτην την έβλεπεν ο Μάχτος εις τους ονείρους του.

Το ύστερο σταυρωτό φίλημα και σφιχτακάλιασμα είταν της πικραμένης της μάννας του, και το ύστερο κατευόδιασμα της πανώριας και περίκαλλης γυναίκας του. Η ξενιτεμένη συνοδεία τράβησε και χώθηκε πίσω από ένα σκαπέτημα, και σπιτιακοί, συγγενήδες, γειτόνοι, φίλοι και λοιποί χωριανοί γύρισαν προς το χωριό.... Αλλά λίγο έλειψε να λησμονήσωμε τον καημένο τον Γκεσούλη! — ένα σκυλλί. —

Ο υιός της Αφροδίτης, αποφάσισας να γνωρίση τις ήτο η περικαλλής εκείνη κόρη, της οποίας το πανδήμως λατρευόμενον κάλλος είχεν ανάψει τόσην ζηλοτυπίαν εις τα θεία της μητρός του στήθη, μετέβη μόνος εις τον βράχον της εκθέσεως, είδε την ωραίαν και εγκαταλελειμμένην νεάνιδα, και η καρδία του διεσείσθη μέχρι μυχών υπό οίκτου και ανεφλέχθη διά μιας υπό πόθου.

Άγριον, φοβερόν είνε το πέλαγος άνευ του ηλίου. Αι φωτοβόλοι του προσφιλούς άστρου ακτίνες παραμυθούσι, συντροφεύουν, λαλούν, αποδιώκουν την κρυεράν ερημίαν. Την νύκτα, με το πυκνό σκότος, άπασα η περικαλλής αύτη σκηνογραφία θα ήτο απαισία. Τα Ρημονήσια, δαίμονες σπεύδοντες να συμπλακώσι προς τον αρχηγόν του σκότους, τον φοβερόν Άθωνα. Τα κύματα, άγριοι οδόντες Αιθίοπος, απειλούντος φθοράν.

Τι να ίδη; Περικαλλής κόρη ανέβη εις το κατάστρωμα, αλλά δεν ήτο όλη κόρη. Από της οσφύος και κάτω ήτο ιχθύς. Ο Αννίβας εξέστη προς το θέαμα τούτο. Αι Σειρήνες λοιπόν, ή Γοργόνες κατά τους ημετέρους ναύτας, αι μυθολογούμεναι αύται θαλάσσιαι νύμφαι, υπήρχον πραγματικώς, δεν ήσαν της φαντασίας πλάσματα! Ιδού ο Βελμίννης έβλεπε τούτο ιδίοις οφθαλμοίς.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Υιέ της θεάς Θέτιδος, ήκουσα εκ της σκηνής τους λόγους σου και εξήλθον να σε ίδω. Ω θεία αιδώς! Τις είναι η περικαλλής αυτή γυνή, η ενώπιον μου ισταμένη ; ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ουδόλως παράδοξον ότι δεν με γνωρίζεις, αφού μέχρι τούδε ήσο ξένος προς ημάς. Χαίρω δε βλέπουσα ότι είσαι τόσον σεμνός.