United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με μίαν λέξιν εις το ντύσιμο όλου αυτού του κόσμου διεκρίνετο μία τοιαύτη τάσις εκκεντρικότητος, ώστε επανήλθον εις τας πρώτας ιδέας επί του περιφήμου συστήματος της πραότητος και ηρώτων εμαυτόν μήπως ο κ. Μαγιάρ ήθελε να με κοροϊδεύση, όπως μου αφαιρέση την δυσάρεστον εντύπωσιν, την οποίαν θα μου επροξένει ένα γεύμα με τρελλούς.

Τότε εγώ έπεσα ωσάν αποθαμένος από την θλίψιν μου, και ερχόμενος εις τον εμαυτόν μου άρχισα να οδύρωμαι, και να ξεσχίζω τες σάρκες μου τόσον, που έγινα ένα ελεεινόν θέαμα και αφού την έθαψαν με επήραν οι συντρόφοι μου, και με επεριποιήθηκαν αλείφοντές με μέ ένα βάλσαμον, που εις δύο ημέρες ιατρεύθηκα παντελώς· μα η θλίψις του θανάτου της Τζελίκας δεν ήτον τρόπος να μου ιατρευθή και γενόμενον το παλάτι του βασιλέως μισητόν εις εμένα, απεφάσισα και εμίσευσα από εκεί κρυφίως διά νυκτός τρεις ημέρες υστερώτερα από τον θάνατον της Τζελίκας.

Πώς δε αυτούς πείθειν ένι; Πώς δε και τω έθνει πιστεύσουσί ποτε λατινίσοντι, ει εμοί μόνω ενί ανδρί ου πιστεύουσι; Λυπεί δε με τούτο, ει το θύμα Ο προσήνεγκον εμαυτόν εγώ μάτην τεθυμένον έσται, τη δε πατρίδι μηδέν περιγενήσεται εκ του εμού ολίσθου. Συ δε, ω Πλήθων, ει σχολή έτι, μη αυτής απόλαυε, αλλά την βακτηρίαν λαβών πορείαν ίθι και τα βασίλεια κατάλαβε.

Ναι· ο Δαίμων είχε δίκαιον. Λέγω τότε κατ' εμαυτόν: — Και είνε τάχα μηδέν η Αξία; Το Φάσμα ενόησε την σκέψιν μου και απήντησε: — Βλέπεις εκεί σάκκους ορθίους και υψηλούς, φαινομένους από τόσον μακράν; Πλησίον αυτών και επί του εδάφους ευρίσκονται άλλοι σάκκοι κενοί, και ερριμένοι κάτω. Μόλις τους διακρίνεις εκείνους.

Τότε και εγώ, ευρών ευκαιρίαν, ήρπασα το κονδύλιον εις το ράμφος μου και έφυγα, λαλών κατ' εμαυτόν: — Πατρικό κονδύλι, διαβόλου κέρατο· ας το φυλάξω!. . . . . . δ'. Λέγει το Φάσμα: — Ιδού λοιπόν ο πρόλογος του πατρός· θα ίδης τώρα και της θυγατρός τον επίλογον· είδες το τέλμα, θα ίδης και της αναθυμιάσεως τον αγωγόν.

Παρατηρών την έκπληξιν και την χαράν της κατά το άνοιγμα του κιβωτίου, ανελογιζόμην συγχαίρων εμαυτόν διά την υπόκρισίν μου πόσον ευτελεστέρα θα της εφαίνετο η προσφορά μου, αν εγνώριζε την απροσδόκητον μεγαλοδωρίαν της τύχης.

Κατεκλινόμην είτε επί των σανίδων του δωματίου, είτε επί των πλακών της υπαίθρου αυλής. Το πράγμα κατ' αρχάς δεν ήτο ευχάριστον, βαθμηδόν όμως συνείθισα και ότε, επί τέλους, επεβιβάσθην εις το μικρόν μεγαλώνυμον ατμόπλοιον, το δοξασθέν κατ' εκείνην την εποχήν «Πανελλήνιον», εθεώρουν εμαυτόν ικανόν προς πάσαν ανδραγαθίαν.

Η δευτέρα μας γνωριμία συνεπλήρωσε το κενόν της πρώτης, εκορύφωσε δε συγχρόνως την ευχαρίστησίν μου, διά τας οποίας μ' επεδαψίλευε φιλοφροσύνας πάντοτε, καθώς έλεγε, διά το ποιητικόν μου τάλαντον. — Ποτέ δεν έγινεν ωραιότερον ταξείδι, είπον κατ' εμαυτόν, όταν απεχωρίσθημεν.

Ο Πέτρος εχάρη, εννοήσας ότι το αλιευτικόν του δίκτυον είχε συλλάβη μίαν ψυχήν επί πλέον, και οι παρεστώτες ανέκραξαν μια φωνή: — Δόξα εν Υψίστοις Θεώ! Ο Βινίκιος ύψωσεν ακτινοβόλον το πρόσωπον. Βλέπω, είπεν, ότι η ευτυχία δύναται να παραμένη μεταξύ σας, επειδή αισθάνομαι εμαυτόν ευτυχή, και υποθέτω ότι θα με πείσετε να δεχθώ την διδασκαλίαν σας.

Και ενώ εσκεπτόμην ταύτα, βλέπω ένα βραχύσωμον κύριον βηματίζοντα γοργώ τω ποδί, αλλ’ αντιθέτως προς εμέ, με χαμηλόν ταξειδιώτου σκούφον επί κεφαλής, με οφθαλμούς ηδονικώς προσηλωμένους εις το άκρον του χονδρού αυτού σιγάρου, το οποίον εβύζανε κρατών, ως μοι εφάνη, διά τε των χειλέων και των οδόντων του. — Κάπου είδον αυτόν τον κύριον! — είπον κατ' εμαυτόν, και ητοιμάσθην να χαιρετήσω.