United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απαλόν, με καθαρόν ύπωχρον τρίχωμα, με το ρύγχος του προς τα κάτω και με τους ακινήτως παρατηρούντας το δάπεδον πονηρούς οφθαλμούς του, και με την μικράν ουρίτσαν του και εστριμμένην ως ξεφτισμένην φούνταν, ήτο ως να το έβλεπε κανείς ψητόν επί του λάμποντος ταψίου, με σταυρωμένα τα ποδαράκια του, κυρτωμένον την ράχιν, ροδισμένον, ευωδιάζον τρυφερότητα και νοστιμάδα, το ορεκτικόν και παχουλόν γαλαθηνόν χοιρίδιον.

Και όμως Μια 'πιθυμία μ' έλαβε, Να πάω να κυτάξω Τι είναι. Πώς να καταβώ; . . . Θα πέσω . . . Να πετάξω; . . . Κομμάτια ήθελα γενώ 'Στόν πάτο . . Ω! τι τρόμος! . . . Και ήθελα να κατεβώ, Και ήθελα να φύγω. Ο φόβος μου μ' εκράταε. Με σπρώχν' η 'πιθυμία. Και τέλος κάμνω απόφασι, Κάμνω δοκιμασία Να καταβώ· παρεμπρός Προυχώρησα ολίγο.

Δεν πάω πουθενά, μωρέ· δεν πάω πουθενά! Το είπα ξάστερα του συγγενή μου. Ή με τo καράβι ή ποτέ. Δεν θα πάω λοιπόν ποτέ. Εδώ θα μείνω ναυάγιο κ' εγώ της τύχης μέσα στου πελάγου τα ναυάγια. Κ' ελύθηκε στα δάκρυα. Μ' επήρε κ' εμένα το παράπονο καθώς είδα εκείνον τον θαλασσόλυκο να κλαίη σαν μωρό παιδί. — Ας τα τόρα καπετάνιε· του λέγω. Τι φταις του λόγου σου; Ό,τι ήταν να κάμης το έκαμες.

Της άνοιξις η χάρι Σε λουλουδάκια, Σε χορταράκια, Και με λαμπρό φεγγάρι, Εκεί που είχε πλαγιάση Να ξαποστάση, Να ησυχάση, Του είχε ενθουσιάση Το γνωστικό κεφάλι, Να τραγουδήση Την πλούσια φύσι Τα αμίμητά της κάλλη. Η Μουσαις ξυπνημέναις Στην ταραχή του, Πολλή κραυγή του, Πετιούνται ξαφνισμέναις, Και απανωταίς προβαίνουν, Μον σαν τον ίδαν Ακέριον Μίδαν, Γελάν, και μεταμπαίνουν.

Ήσαν δε ήδη και η αγορά και το πρυτανείον κεκοσμημένα διά μαρμάρου της Πάρου. Τούτον τον χρησμόν δεν ηδυνήθησαν να εννοήσωσι μήτε τότε ευθύς μήτε όταν ήλθον οι Σάμιοι. Τωόντι μόλις ούτοι επλησίασαν εις τον Σίφνον, έπεμψαν εις την πόλιν πλοίον με πρέσβεις.

Οι αρχηγοί των Τούρκων ελπίζοντες ακόμη εις την βοήθειαν του Κιουταχή δεν εδέχθησαν τούτο το πρόβλημα, το οποίον και άλλως δεν εσυμβιβάζετο με την φιλοτιμίαν των και με την πολιτικήν της αυλής των.

Ο κόσμος δε με χωρούσε. Ίσια στο σπίτι μας τράβηξα. Βρήκα μεγάλο κοκκινοβαμμένο αρχοντόσπιτο στον τόπο του! Δεν το βρήκα το περιβόλι μας. Απέραντη αυλή αντίς περιβόλι, και μέσα της ζαπτιέδες! Κονάκι τόκαμαν ταγαπημένο το σπίτι μας! Πώς έπεσε στα χέρια των έξ' απ' εδώ αφού ξενιτεύτηκα, μη ρωτάς.

Το παρεκκλήσιον εώρταζε τη 26 Δεκεμβρίου την Σύναξιν της Υπεραγίας Θεοτόκου, ήτοι τα Επιλόχια. Λεχούς αμώμου, ανδρός μη γνούσης λέχος Κάτωθεν της εικόνος, επί λευκής μεταξοϋφούς ποδιάς, εφαίνοντο ανηρτημένα παιδάκια, και μόνον παιδάκια ασημένια, εξαιρέσει ενός μόνον αργυρού τεμαχίου το οποίον έφερεν άλλο σχήμα ζώου, ομοίου σχεδόν με άρνα κερασφόρον ή με έριφον.

«Ήρωα, γι' αυτό την άπταιστη παρθένα μη μου ψέγης• ειπεν αυτή κατόπι της να υπάγω με ταις κόραις• μόνον εγώ δεν ήθελα από εντροπή και φόβο, 305 μην η ψυχή σου, όταν με ιδής, αγριέψη ότι θυμώδεις εδώτην γην όλ' είμασθε, τα γένη των ανθρώπων».

Και είνε μεν σύνηθες εις τους λυπουμένους να θυμώνουν κατ' εκείνων οι οποίοι λέγουν προς αυτούς απεριφράστως την αλήθειαν• αλλ' εγώ θα προσπαθήσω να δικαιολογηθώ και υπέρ του εαυτού μου και υπέρ της επιστήμης. Και θαρχίσω από τον νόμον, κατά τον οποίον ούτος θέλει να με αποκηρύξη, διά ναποδείξω ότι δεν έχει τώρα όπως πριν το προς τούτο δικαίωμα.