United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νομίζω δε ότι τότε η πόλις εώρταζε τα Διονύσια. Οι κωμωδοί είνε πλέον κοντοί από εκείνους και βαδίζουν χαμηλώτερα και ανθρωπινότερα και φωνάζουν ολιγώτερον, αλλά φορούν κράνη πολύ κωμικώτερα, διά τούτο δε και όλοι που ήσαν εις το θέατρον, εγελούσαν δι' αυτούς. Εκείνους όμως τους υψηλούς τους ήκουον όλοι σκυθρωποί• τους ελυπούντο, υποθέτω, διότι τους έβλεπαν να σύρουν τοιαύτα βάρη ωσάν κατάδικοι.

Καθηγητής, διδάσκων γεωγραφίαν και Ξενοφώντα, αυτός, όστις θα εώρταζε την ανάστασιν της εθνικής μας ιστορίας εν τη σκηνή, σπαρταριστήν με ίριδας τριγύρω, με αστραπάς, με φωτιές, με κεραυνούς, με σαρκασμούς, με παρελθόν, με μέλλον.

Ο Σχολάριος επέμενε ν' αναχωρήση, αλλ' ο Πλήθων τον εβίασε να μείνη εισέτι. Τα μυστήρια. Ολίγας ημέρας μετά τα συμβάντα ά διηγήθημεν εν τοις τελευταίοις κεφαλαίοις του Α' μέρους του παρόντος μυθιστορήματος, έκτακτόν τι συνέβαινεν εν τω Πληθωνείω άντρω. Ο Πλήθων εώρταζε μίαν των υπ' αυτού επανορθωθεισών ειδωλολατρικών εορτών.

Έλεγε δε ο Νικολός, ως ευσεβής νέος οπού ήτον, ότι η λειτουργία της Κυριακής την ώραν εκείνην ήτον αγαθή συγκυρία, διότι πάσα καλή εργασία, δέησις, ευχή και τάξιμον κατά την ώραν της λειτουργίας εκτελείται. Τέλος εφθάσαμεν εις το έρημο μοναστηράκι της Κεχριάς. Ο ναΐσκος, παλαιός, με ζωηράς τοιχογραφίας, με τον τρούλλον και τας χιβάδας του εώρταζε την Μετάστασιν, ή τα Εννεάημερα της Παναγίας.

Αφ' ότου ο Αγάλλος είχε πωλήσει την πατρικήν εν τη πολίχνη οικίαν του, και κατώκει έκτοτε διαρκώς εις τον νερόμυλον, άπαξ μόνον του έτους ελειτουργούντο, και τούτο κατά την 23 Αυγούστου, ότε ο ναΐσκος της Κεχρεάς εώρταζε τα εννηάμερα, ήτοι την μετάστασιν της Θεοτόκου.

Του είπον εγώ τότε, ότι το πράγμα συνέβη όταν ημείς ήμεθα παιδία ακόμη, δηλαδή την επομένην της ημέρας κατά την οποίαν ο Αγάθων, νικήσας με την πρώτην του τραγωδίαν, εώρταζε τα επινίκια αυτός τε και οι λαβόντες μέρος εις τον χορόν. — Ώστε η ιστορία είνε πολύ παλαιά, ως φαίνεται. Αλλά ποιος σου διηγήθη το πράγμα; ή μήπως ο ίδιος ο Σωκράτης;

Και σχεδόν καθ' εκάστην την έτριβε με κηραλοιφήν, και της ήλειφε τα πλευρά, επιφωνούσα: «Κηραλοιφίτσα να το γιάνη!». Θλιβερά ανέτειλαν τα Χριστούγεννα διά την μικράν Αικατερίνην. Ο κόσμος εώρταζε, και η μήτηρ της εψυχομαχούσε! Και ο πατήρ της δεν έπαυσε να δικάζεται με τους δανειστάς, και άφησε την οικίαν άνευ οψωνίων, διά να πληρώση τους δικολάβους.

Μία δε χωρίς να την ερωτήσουν, είπεν από την βίαν της: «ήλθεν ο άις ΝικόλαςΚαι ήκουες μετ' ολίγον εις την αγοράν: — Ο πνιγμένος! Ήλθεν ο πνιγμένος! Πρώτη εξήλθε πτερωτή η γρηά το Μορφάκι και με τα βαρέα υποδήματα του υιού της δυσκολοπερπατούσα εφώναζεν από την αυλήν ακόμη: «Ήλθεν ο Νικολάκης», φέρουσα χαρμόσυνον είδησιν εις την κόρην της ότι θα εώρταζε πλέον το όνομα του υιού της.

Δίπλα εις την αυλήν ταύτης ήτο κολλητή μία άλλη αυλόπορτα, του Νικολάκη του Κουνιέλη, όστις θα εώρταζε την ημέραν εκείνην. Ο Αποστόλης έγραψε το μαύρον ιώτα, πλησίον της δευτέρας αυτής αυλόπορτας και απεμακρύνθη.