United States or Eritrea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά και προ καιρού στην εορτή της Αφροδίτης, δεν έρριξα εις τα πόδια της θεάς μία δραχμή ασημένια για σένα; Έπειτα πάλιν επλήρωσα δυό δραχμές για υποδήματα της μητέρας σου και πολλές φορές έχω βάλη στο χέρι αυτής της Λυδής πότε δύο και πότε τέσσερους οβολούς. Όλα αυτά αν τα μαζέψης κάνουν περιουσίαν για ένα ναύτην. ΜΥΡΤ. Τα κρομμύδια και τα παστόψαρα, Δωρίων;

Ακόμη δε και τα υποδήματα που εφορούσες είπες ότι μόνος τα ειργάσθης, και το φόρεμά σου ότι το ύφανες και το υποκάμισόν σου ακόμη. Και μάλιστα εκείνο που εφάνη παραδοξότατον και επίδειξις της πολλής σου σοφίας ήτο, όταν είπες ότι η ζώνη του υποκαμίσου, που εφορούσες, είναι καθώς αι πολυτελείς Περσικαί, και ότι αυτήν την έπλεξες συ ο ίδιος.

Παραλαμβάνομεν τέλος, από την πρώτην αυτήν επιστολήν του «Αγρινιώτου» ένα χαριτωμένον επίγραμμα: «Ο ωφελιμώτερος τρόπος να μεταχειρίζωνται μερικοί άνθρωποι το μελάνι των θα ήτο αν εμαύριζον με αυτό τα υποδήματά των». Εις την δευτέραν επιστολήν ο Αγρινιώτης «Σουρλής» ομιλεί περί «Ηθικής»: η μεγαλυτέρα ανηθικότης, λέγει ο επιστολογράφος, είναι ν’ αποκοιμίζη κανείς τον αναγνώστην του.

Επιά- σθηκες μ' ένα ράπτην, διότι έβαλε νέα φορέματα προ του πάσχα, και μ' ένα άλλον, διότι έδεσε με παλαιόν γαϊτάνι τα καινούρια του υποδήματα. Και ύστερον από αυτά θα μου κάμης εσύ τον δάσκαλον, και θα με συμ- βουλεύης να μη μαλώσω; ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Αν ήμαι τόσον αψίκορος, τότε δεν αξίζω να μου αγοράση κανείς την ζωήν μου ούτε δι’ ένα παράν. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Ούτε δι’ ένα παράν, παράξενε·

Παρετήρησεν ο ερημίτης· και προσεκάλεσε τον ξένον εις το κελλίον, όπως θερμανθή και φορέση υποδήματα, διότι έβλεπεν αυτόν τρέμοντα από του ψύχους. — Θ' αρθή αύριο καμμιά βάρκα, γέροντα; Ηρώτησεν ο κυρ-Δημάκης εισερχόμενος εις τι μικρόν κελλίον. — Θ' αρθή τέκνον μου, θ' αρθή. Έχε υπομονήν. Ησύχασε τώρα, και κατόπιν έλα εις την εκκλησίαν. Είπεν ο ερημίτης και απήλθε. — Λοιπόν θ' αρθή αύριο βάρκα!

Ανεμιμνήσκετο και πάλιν την γραίαν του θείαν, ήτις από της εσχάτης της κλίνης του εκληροδότησε τα πολύτιμα αυτά έγγραφα, ενθυμείτο την παραγγελίαν της, να μάθη γράμματα, και ανελογίζετο τι ήτο αυτός ο ίδιος προ τεσσάρων ετών, ότε εστίλβονε, γονυπετών επί του χώματος, τα υποδήματα των διαβατών αντί ενός πενταλέπτου.

Εβιάσθη, φαίνεται, ο συγγραφεύς, αλλέως ημπορούσε να τας αποφύγη . . . και η γλώσσα του είνε εις πολλά μέρη . . . — Δεν βαρηέσαι! — Είδες το νέον πατριωτικόν ποίημα του Ψ . . . ; Το εννόησες; — Δεν βαρηέσαι! — Καλέ πού τα έκαμες αυτά τα υποδήματα; τι σχήμα είνε αυτό; πώς τα εκράτησες; — Δεν βαρηέσαι!

Δόξα τω Θεώ! Ιδού και είς ευφυής μασκαράς. Είνε αψόγως ενδεδυμένος μελανήν αναξυρίδα και μελανόν επενδύτην, κομβωμένον μέχρι πώγωνος, φορεί υψηλά μέχρι γονάτων υποδήματα, φέρει πτερνιστήρας ηχηρούς και μεγάλους, και κρατεί μάστιγα. Έχει το ήθος αύταρκες και το βήμα βαρύ, πάλλει δε την μάστιγά του, ως άνθρωπος έτοιμος να μαστίση τον πρώτον, ούτινος ήθελε τον δυσαρεστήσει το ήθος.

Εστρέφετο δε ν' απέλθη, ότε εσταμάτησεν αυτήν νεαρός ναύτης, κατερχόμενος εις την αγοράν, κατάκλειστος εις την γούναν του, τον ρωσσικόν κούκον του και τα βαρύτατα ως σιδηροπέδας υποδήματά του. — Τ' είνε θεια Σπύραινα! εχαιρέτισεν ο ναύτης. — Τι νάνε, παιδί μου! «Επόνεσαν τα μάτια μου την θάλασσα να βλέπω τους γεμιτζήδες να ρωτώ και σένα ν' απαντέχω».

Εν ώ δ' ευρίσκετο εις αμηχανίαν, έρχεται ο Προμηθεύς, διά να επιθεωρήση την μοιρασιά, και βλέπει ότι τα μεν άλλα ζώα είχον εν τάξει όλα, ο δε άνθρωπος έμεινε γυμνός, χωρίς υποδήματα, χωρίς στρώμα και χωρίς όπλα· έφθασε δε πλέον και η διωρισμένη ημέρα, κατά την οποίαν έπρεπε και ο άνθρωπος να εξέλθη από την γην εις το φως.