Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Είτα εσφύριζε, και οι μικροί κολυμβηταί, οίτινες έκαμνον θαυμασίας προόδους, απέβαινον αναγκαστικώς εις την ξηράν, δυσφορούντες επί τη αποτόμω διακοπή του τόσον μαλακού και ξυπνητού ονείρου των. Φευ! μετά έν έτος ακόμη, ο διδάσκαλος ήτο πάλιν με τα μανίκια του υποκαμίσου, αλλά μανίκια παρέχοντα την εντύπωσιν καμιζόλας ή γιακέτας, τόσον βαθύχροα βαμμένα, τόσον μαύρα ήσαν.

Ακόμη δε και τα υποδήματα που εφορούσες είπες ότι μόνος τα ειργάσθης, και το φόρεμά σου ότι το ύφανες και το υποκάμισόν σου ακόμη. Και μάλιστα εκείνο που εφάνη παραδοξότατον και επίδειξις της πολλής σου σοφίας ήτο, όταν είπες ότι η ζώνη του υποκαμίσου, που εφορούσες, είναι καθώς αι πολυτελείς Περσικαί, και ότι αυτήν την έπλεξες συ ο ίδιος.

Ο παις επέταξε την κάπαν του, ενίφθη με την στάμναν, εσφογγίσθη με τα μανίκια του υποκαμίσου του, ήρπασε την καρδάραν και έφυγε τρέχων.

Θέσασα την χείρα εις τα βάθη του κόλπου της απέσυρεν από τας πτυχάς του μεταξωτού υποκαμίσου επιστολήν και την έτεινε προς τον ιατρόν. Αλλ' ιδούσα ότι ο ιατρός δεν επρόσεξεν, εναπέθεσε πάλιν την επιστολήν εις τον κόλπον της και εκάθισεν. Εν τούτοις η επελθούσα διακοπή καθησύχασε την αγανάκτησίν της. Ο έπαρχος ήνοιξε το ωρολόγιόν του και είδε την ώραν.

Ταύτα διανοηθείσα η Αϊμά, επειράθη να κατακλιθή εκ νέου και να σκεπασθή. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος την έσυρε βαναύσως από της χειρίδος του υποκαμίσου. — Σηκώσου, σου λένε, να πάμε. Πολύ, βλέπω, αγαπάς τον ύπνο. — Πού να πάμε: είπεν η Αϊμά. Ο Πρωτόγυφτος δεν απήντησεν, εξηκολούθησεν όμως να σύρη αυτήν τόσον σφοδρώς, ώστε έσχισε το ύφασμα, όπερ εκάλυπτε το σώμα της νέας.

Ένα χωριό το μαρτυρά, Ρωμηοί και Τούρκοι ... πως είμαι παλληκάρι, είπεν ο Δερβίς αγάς· και ενθουσιασθείς επροχώρησε, προσπαθών να τραγουδήση: Η μπόρμπερη κι ο κουμπαράς να φάη τον περτσέ μου, Αν ίσως και σ' απαρνηστώ, άγουρε βασιλικέ μου. Έσυρε δε προς τον ώμον την πλατείαν χειρίδα του υποκαμίσου του και απεκάλυπτε τον βραχίονά του, διά να φαίνεται αρειμανιώτερος.

Είνε ο Χειμάρρας αυτός και είνε ιδικόν του το όπλον!. . Ο γέρων κατέλαβε τον τόπον που είχε πριν ο ενωμοτάρχης, ηνώρθωσε τους ψαρούς μύστακάς του υπερηφάνως, όπως όταν ήθελε να διηγηθή καμμίαν ένδοξον σελίδα της ιστορίας του κ' έφερε προς τον ώμον τας πλατείας χειρίδας του υποκαμίσου του, έκαμε τον σταυρόν του όπως συνείθιζον οι περισσότεροι άνδρες της εποχής του προ μεγάλου τινός γεγονότος, αναθέτοντες εις τας χείρας του Θεού την έκβασίν του.

Συγχρόνως δε ήνοιξε το παράθυρον. — Μ' εμαχαίρωσε, μάνα! εστέναξε μετά πόνων η Αμέρσα, αισθανθείσα το ρεύμα του αέρος, το εισρεύσαν διά του ανοιχθέντος παραθύρου πλησίον της, και συνελθούσα εκ της λιποθυμίας. Συγχρόνως δε απέρριψε το πάπλωμα, κ' εφάνη αιματωμένη η φανέλα την οποίαν εφόρει έξωθι του υποκαμίσου.

Παρ' ολίγον να λησμονήσω, εξηκολούθησεν η γραία. Σου έχω γράμμα από τον ιατρόν μας. Και αφήσασα την χείρα του τυφλού απέσυρεν εκ του μεταξωτού υποκαμίσου την επιστολήν και την έτεινε προς τον ιατρόν. — Μου είπεν εκείνος, εξηκολούθησε, τι καλός που είσαι, και πώς η χρυσή σου καρδιά βαλσαμώνει με την καλοσύνην της τους αρρώστους, πριν τους ιατρεύση η τέχνη σου.

Ο ιατρός τον ανεσήκωσεν επί της κλίνης, η δε μήτηρ μου επρόσθετεν επ' αυτής προσκέφαλα, ενώ εγώ έσχιζα διά ψαλίδος το υποκάμισόν του διά να δώσωμεν πλειοτέραν ελευθερίαν εις τους εξηντλημένους του πνεύμονας. Τι ήτο το κινήσαν τότε τον ψυχορραγούντα πατέρα μου αίσθημα; Διατί συνέσπασε τας οφρύς και εκίνησε την χείρα, ως θέλων να εμποδίση του υποκαμίσου του το σχίσιμον ;

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν