United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά πώς να σου το δώσω; — Δεν ειμπορείς απ' την κλειδότρυπα; είπεν η Αϊμά. — Να δοκιμάσω, απήντησεν ο Τρέκλας. Και σχηματίσας τον φάκελλον εις λεπτόν κύλινδρον, επειράθη να εισαγάγη αυτόν διά της οπής. Μετά πολλούς αγώνας, ουδέν κατώρθωσεν. — Είνε μπατάλικο το γράμμα, είπεν ο Τρέκλας. Πολύ χονδρό χαρτί. — Τώρα πώς να γείνη; — Θέλεις να το ξεβουλλώσω, και να το κόψω εις δύο;

Επί πολύ επειράθη να κρύψη την αδυναμίαν του, αλλά τέλος πάντων εξεχείλισαν τα δάκρυα εκ των οφθαλμών του και τα παράπονα εκ των χειλέων. Η Ιωάννα εζήτει κατ' αρχάς να καθησυχάση τον σύντροφόν της, βεβαιούσα ότι τα περικυκλούντα αυτόν ζοφερά νέφη ήσαν απλώς μαύραι πεταλούδαι, γεννήματα του εξημμένου εγκεφάλου του.

Αποσπασθείσης δ' επί μίαν στιγμήν της προσοχής αυτού, εχαλαρώθη και η περίσφιγξις της χειρός του. Ο Σκούντας ανακουφισθείς μικρόν, επειράθη να εγερθή. Αλλ' ο Τρέκλας δεν επτοήθη, και επανέλαβε σφοδρότερον να τω σφίγγη τον λαιμόν. Δεν ηδύνατο δε ο Τρέκλας να ίδη την Αϊμάν, διότι έστρεφε προς αυτήν τα νώτα.

Τοιούτοι ήσαν οι άνθρωποι, τους οποίους επρόκειτο ν' αλατίση ο πάτερ Ιωάννης διά του άλατος της Αττικής. Κατά τας πρώτας ημέρας επειράθη να ομιλήση εις αυτούς περί Δογματικής, αλλ’ οι ακροαταί της εθεώρουν τας τοσούτον απασχολούσας τους Γραικούς συζητήσεις ταύτας περί της φυσιολογίας της αγίας Τριάδος περιττάς όσον και την κοσμούσαν την σιαγόνα των μακράν γενειάδα.

Ουδείς επειράθη να φυτεύση εις αυτήν άλλα δένδρα· ούτε συκήν, ούτε άμπελον, ούτε ελαίαν. Αλλά τόσον εύφορος είναι εις δημητριακούς καρπούς, ώστε συνήθως το έν δίδει έως διακόσια, εάν δε τύχη η συγκομιδή πλουσία, εκφέρει έως τριακόσια.

Αλλ' η τροφή αύτη, ήτις τοσούτω παχείς καθιστά τους συντρόφους τούτους του Αγίου Αντωνίου, κατέστησε μετ’ ου πολύ αυτόν τε και την θυγατέρα του ισχνοτέρους των επτά σταχύων, ους είδε ο Φαραώ. Μάτην επειράθη ο καλόγηρος ν' ανανεώση το θαύμα του συμπατριώτου αυτού Αγ.

Η Ιωάννα γνωρίζουσα εκ πείρας τι έστι πείνα ελυπείτο τους πεινώντας συντρόφους, δεινή δε ούσα περί την κ α ζ ο υ ϊ σ τ ι κ ή ν επιστήμην άγνωστον εις τους ανατολίτας, αντικείμενον δ’ έχουσαν ν' αποδεικνύη το μέλαν λευκόν, την σελήνην τετράγωνον και την κακίαν αρετήν, επειράθη ν' ανεύρη δι' αυτής τίνι τρόπω ηδύναντο να δειπνήσωσιν αναμαρτήτως.

Ταύτα διανοηθείσα η Αϊμά, επειράθη να κατακλιθή εκ νέου και να σκεπασθή. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος την έσυρε βαναύσως από της χειρίδος του υποκαμίσου. — Σηκώσου, σου λένε, να πάμε. Πολύ, βλέπω, αγαπάς τον ύπνο. — Πού να πάμε: είπεν η Αϊμά. Ο Πρωτόγυφτος δεν απήντησεν, εξηκολούθησεν όμως να σύρη αυτήν τόσον σφοδρώς, ώστε έσχισε το ύφασμα, όπερ εκάλυπτε το σώμα της νέας.