United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όταν συνήλθα εις τον εαυτόν μου από τον φόβον· ω ελεεινόν θέαμα! βλέπω την βασιλοπούλαν εκείνην κατά γης ριγμένην, γυμνήν, πληγωμένην, κλαίουσαν, σχεδόν ημιθανή από τον δαρμόν. Τότε της λέγει το Τελώνιον· ιδού ο αγαπητικός σου, δεν είνε αυτός; ειπέ μου· αυτή γυρίζουσα προς με τα μάτια της, του λέγει· δεν γνωρίζω, ποτέ δεν τον είδα εκτός εις ταύτην την στιγμήν.

Έτρεξα ευθύς και εγέμισα το φακκιόλι μου νερόν και της το έφερα· και αφού έπιεν άνοιξε τους οφθαλμούς της και κυττάζοντάς με μου είπε· Μουσουλμάνε, βλέπω που ο Προφήτης σε εξαπέστειλε διά να με συντρέξης· πάσχισε σε παρακαλώ το λοιπόν διά να σταματήση το αίμα από τες πληγές μου.

Εκείνη ξέρει τι κάμνει. Εκεινής δεν της κοστίζει τίποτις η αγάπη. Και για τούτο είναι κρύα μαζί μου, κρύα, όταν την καίνε τα φιλιά μου. Μάρμαρο και χιόνια. Χιόνια βουνό που δε λιώνει. Κατάλαβα με μιας. Ταγάπησα εκείνο το γράμμα, γιατί μ' έφεξε σαν το κερί και την είδα, την αλήθεια! Ανεβαίνω στην κάμερή της και τα βλέπω. Κομματάκια, κομματάκια χαρτί. Σκόρπια κατά γης. Ξεσκισμένα λιανά λιανά.

Άξαφνα, μέσα στην πολυκοσμία, στις φωτοχυσίες, βλέπω δυο μάτια, μεγάλα μεγάλα κι ολόμαβρα. Είχαν εκείνα τα μάτια τόσο φως που θαρρούσες κ' έφεγγαν αφτά μονάχα. Είταν ο Τρικούπης. Ο Τρικούπης, αψηλό ανάστημα δεν είχε· συνήθιζε μάλιστα κ' έσκυβε λιγάκι το λαιμό του προς το στήθος.

Θεός σχωρέσει! απήντησεν ο παπά-Κονόμος, Ο μπάρμπα Γιωργός κουρασμένος ως ήτο, ακκούμβησεν εις το στασιδάκι και λέγει προς τον ιερέα: — Νά, παπά-Κονόμε, εδωδά ήμουνα εγώ. Εκεί δα βλέπω την Κουκκίτσα και εβγαίνει από το Άη-Δήμα, με το λιβανιστερό στα χέρια. Εκέρωσα από τον φόβο μου, φορούσε ένα κάτασπρο στιχάρι σαν από τουλουπάνι, και ήταν σκεπασμένη μ' ένα μαγνάδι νυφιάτικο.

Κι' απάνου απ' το κεφάλι του πάει στέκει και του κάνει «Γέρο, το βλέπω, οι συφορές δε σε τρομάζουν, που έτσι κοιμάσαι ακόμα από πολλούς οχτρούς τριγυρισμένος, τι ο Αχιλέας σ' άφισε. Και τώρα ναι τον πήρες 685 το γιο σου αδρά πλερώνοντας, μα εσένα ο Αγαμέμνος κι' οι Δαναοί αν σε νιώσουνε, σαν τρίδιπλα οι δικοί σου οι γιοι ίσως δώσουν, ζωντανό για να σε πάρουν πίσω

Όσες μάννες κι αν είνε, ας έρθουν κι ας ανθίζουν τα φυλλοκάρδια τους. Σαν αστέρια θα φέγγουνε μπροστά στο βαθύ το σκοτάδι που καταχνιάζει το νου μου. Δάσκαλε, γλυκέ μου δάσκαλε, που βλέπω το πονετικό πρόσωπό σου, και πάλε ο σπαραγμός δε μ' αφίνει! Δες τα τά μαύρα μου χάλια, και σύρε να παρακαλέσης το Θεό να στείλη το Χάρο να με γλυτώση. Συνέσ. Ο μεγάλος ο Θεός να σε λυπηθή, κερά Δέσπω.

Κι' εμάς εδώ τα ερπετά, που βόσκομεν 'στό χώμα, φωτίζει ένας ήλιος και μ' ένα μόνον χρώμα, κι' αυτός εις νέφη κρύπτεται χειμώνα τε και θέρος κι' εκλείπει πότε ολικώς και πότε κατά μέρος. ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Καθ' όλα έχεις δίκαιον, αλλ' όμως τι να γίνη; ο ήλιος θα είναι είς και μία η σελήνη. ΦΑΣΟΥΛΗΣ Κι' εγώ το βλέπω, Μεφιστό, με λύπην μου μεγάλην και ήτο μόνος πόθος μου να ζω εις σφαίραν άλλην.

Βλέπω λοιπόν, όταν συναθροισθώμεν εις την συνέλευσιν, ότι, όταν μεν είναι χρεία να εκτελέση τίποτε η πόλις αναφερόμενον εις οικοδομήσεις, προσκαλεί ως συμβούλους δι' εκείνα που θα οικοδομήση τους οικοδόμους, όταν δε πρόκειται διά ναυπηγήσεις, προσκαλεί τους ναυπηγούς, και με τον ίδιον τρόπον εκτελεί όλα τα άλλα, όσα νομίζουν ότι μπορεί κανείς να τα μάθη και ότι είναι δυνατόν να διδαχθώσιν.

Κρίτων Δεν βλέπω να είναι καθόλου δύσκολον το πράγμα, αν αυτό είναι η επιθυμία σου· αλλά εξήγησέ μου πρώτα ποια είναι η σοφία των, διά να γνωρίζω τουλάχιστον τι έχομεν και να μάθωμεν.