United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα, ειπέ μου, εκείνη μου είπε· διατί έχεις την μορφήν σου έτσι νέαν; επίστευα πως ο προφήτης ήτον ένας σεβάσμιος γέρων.

Ο Βεζύρης του Βασιλέως που ευρίσκετο παρών τον εσήκωσε, και του είπε· μη φοβάσαι, καλέ άνθρωπε, πλησίασε εις τον Βασιλέα, και φίλησέ του την ποδιά. Ο Κουλούφ τρεμάμενος και έκθαμβος, επλησίασεν εις τους πόδας του Βασιλέως, και του εφίλησε την ποδιά.

Ο Δεούσα ωσάν γνωστικός άνθρωπος στοχαζόμενος ότι αυτό το συνοικέσιον του ήτον πολλά ωφέλιμον και πως καλύτερην στράταν δεν ημπορούσε να πάρη παρά αυτόν που ο Αναΐπης του επρόβαλεν, έκλινε εις τα όσα του είπε· και έτσι ο Αναΐπης ετελείωσε το συνοικέσιον, λαμβάνοντας και θέλημα του Αμάρ, και εστερέωσεν ανάμεσα εις αυτούς τους δύο πατέρας μίαν τελείαν αγάπην.

Ο Γεώργιος ερυθριάσας απεκρίθη με την συνήθη του ειλικρίνειαν και μετριοφροσύνην ότι η σύνθεσις, την οποίαν ανέγνωσε, δεν ήτο οποία αυτός κατά πρώτον την έγραψεν, αλλ' οποία διωρθώθη υπό του διδασκάλου. Ο Γεροστάθης έλαβε τότε ανά χείρας την σύνθεσιν του Γεωργίου, διά να ίδη τας διορθώσεις, αφού δε την διέτρεξε μας είπε·

Ενθυμούμενος το ότι μου παράγγειλε, τον εκτύπησα με ένα βόλι, και ευθύς αυτός εξανάλαβε τες αισθήσεις του. Πολλά καλά έκαμες μου είπε· και ετούτη είνε η δούλευσις, που από εσένα εχρειαζόμουν· ακολούθα λοιπόν να κάμνης το όμοιον όσον που κάνει χρεία.

Τότε ο Κύρος ανεγνώρισεν ότι ο Κροίσος ήτο άνθρωπος καλός και αγαπητός εις τους θεούς, τον κατεβίβασεν από την πυράν και τω είπε· «Κροίσε, ποίος θνητός σε συνεβούλευσε να εισβάλης ένοπλος εις την χώραν μου, και να προτιμήσης την έχθραν μου; — Ω βασιλεύ, απεκρίθη ο Κροίσος, ταύτα έπραξα διά την ιδικήν σου ευτυχίαν και την ιδικήν μου απώλειαν.

Ταύτα λοιπόν, Κέβη, να είπης εις τον Ευηνόν και να είναι καλά, και αν έχη σώας τας φρένας του, να ακολουθήση εμέ. Αναχωρώ δε διά τον άλλον κόσμον, ως φαίνεται, σήμερον· διότι οι Αθηναίοι ούτω διατάσσουν. Και ο Σιμμίας είπε·

Μη φοβείσαι, απήντησεν ο σκληρός Γύφτος. Αλλ' η φωνή του έτρεμε. Η Αϊμά παρετήρησεν ότι ήσαν μόνοι. — Δεν είνε άνθρωποι εδώ; είπε. — Τώρα θα έλθουν, απήντησεν ο ακάματος Πρωτόγυφτος. — Καλλίτερα να μην έλθουν, εσκέφθη η Αϊμά. Μεγαλοφώνως δε είπε·Δεν θέλω να μείνω εδώ. — Και πού θα υπάγης; — Προτιμώ να φύγω. — Για να σου πω, είπεν ο Γύφτος, εγώ είμαι κουρασμένος, θέλω να κοιμηθώ.

Η γραία εξήλθε τρέχουσα. Η Φραγκογιαννού έμεινε μόνη, με την λεχώ και το βρέφος. Η νεαρά γυνή είχε λαγοκοιμηθή πάλιν, και δεν είχεν αντιληφθή καλώς την απουσίαν της μητρός της. Μετ' ολίγας στιγμάς εξύπνησε και είπε·Πού πάει η μάνα, θα πω;

Ο Πρωτόγυφτος ανωρθώθη, περιήλθε δις ή τρις περί τον βράχον, και είτα τη είπε·Σηκώσου να πάμε. Η Αϊμά υπήκουσε. Τότε ήρχισαν να οδοιπορώσι διά μέσου των δρυμώνων. Η Αϊμά δεν εγίνωσκε τας οδούς και ηγνόει προς ποίαν διεύθυνσιν έπρεπε να μεταβώσι, και πού έκειτο η Μονεμβασία. Τον ηκολούθει δε μηχανικώς.