Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Άσε με 'κεί που βρίσκομαι γιατί θα πάρω τα μάτια μου και δεν με ξαναβλέπεις. Έκαμε τον σταυρό του με την επιμονή μου. Εστάθηκε λίγο μ' εκύταξε κατάματα, εκούνησε το κεφάλι. — Καλά παιδί μου, είπε· κάνε ό,τι σε φωτίση ο Θεός. Εγώ έκαμα εκείνο που ήταν από χέρι μου. Ούτ' έξοδα λυπήθηκα ούτε λόγια· θυμήσου το να μη με αναθεματάς αργότερα. Πήγαινε στην ευχή μου. Ύστερή του ευχή, πρώτη μου θλίψις.
Κι' ο γοργοπόδης Αχιλλεύς τον στραβοκύτταξ', κ' είπε· Όιμε, δολερόγνωμε, 'ντυμέν' αναισχυντίαν Πώς πρόθυμ' ένας Αχαιός τους λόγους σου θ' ακούση, Ή να 'ρθη δρόμον, ή γερά να πολεμάη ανθρώπους; Διατί για τους κονταρευτάς εγώ τους Τρωαδίτας Δεν ήρθ' αυτού να πολεμώ· ότ' αίτιοι δεν μ' είναι.
Κ' εις τούτους εσηκώθη Ο ήρως μέγας βασιλεύς Ατρείδης Αγαμέμνων θλιμμένος, και κατάκαρδα όλος θυμόν γεμάτος· Και όμοια τα μάτια του ωσάν φωτιά λαμπρή 'ταν. Πρώτα τον Κάλχαντα κακά κυττάζοντας, τον είπε· Κακόμαντι, χαροποιόν ποτέ σου δεν με είπες. Πάντοτε τα κακά 'γαπά ο νους σου να μαντεύη. Λόγον καλόν δεν λάλησες· ούτ' έκαμες ποτέ σου.
Κι' ο γοργοπόδης Αχιλλεύς βαριά εστέναξ', κ' είπε· 'Ξεύρεις· τι όλα να σ' ειπώ, αφού κε τα γνωρίζεις; Πήγαμε 'ς του Ηετίωνος μεγάλην πόλιν Θήβαν· Την επορθήσαμεν λοιπόν, και φέραμεν εδ' όλα· Κ' οι Αχαιοί τα μοίρασαν καλά 'ναμεταξύ τους· Κ' εχάρισαν την εύμορφην Χρυσίδα τον Ατρείδην· Κ' ήρθ' ο ιερεύς τ' Απόλλωνος ο Χρύσης 'ς τα καράβια Τα γλήγωρα των Αχαιών των χαλκοποκαμίσων, Διά την θυγατέρα του, να την ελευθερώση, Άπειρα λύτρα φέροντας, κρατώντας κ' εις τα χέρια Το στέμμα του Απόλλωνος με το χρυσόν το σκήπτρον, Και παρακάλει ολουνούς τους Αχαιούς, και πλέον Τους δυω Ατρείδαις, του λαού αρχιστρατήγους πρώτους.
Εκείνος επρότεινε τους όρους του· θα κατεβή ναι, αν κατεβούν μαζί του κ' η Ελπίδα με τους Μαλαματένιους. Αλλοιώς δε γένεται. Ο Αρχαιολόγος αναγκάστηκε να δεχτή. — Ας έρθουν, είπε· φτάνει να μην έχουν μαζί μου κουβέντες· δικό μου και δικό τους. Μονάχα ένα τραπέζι — ας το βάλουν στο νου τους — μονάχα ένα τραπέζι θα μας σμίγη... — Ας είνε κ' ένα τραπέζι· παραδέχτηκε ο Δημητράκης.
— Εψές δεν ήμουν εδώ. — Και πού ήσουνα; ηρώτησεν ο γέρος. — Υπήγα μ' ένα φίλον μου. — Πού; — Εις το ψάρευμα. — Α, είσαι και ψαράς; — Όχι, δι' ευχαρίστησιν μόνον. Ο Βούγκος, όστις ήτο εις άκρον απονήρευτος, εκύτταξε κατά πρόσωπον εις τον ξένον. Ούτος παρετήρησε το βλέμμα αυτού. — Τι είνε, Βούγκο; τω είπε· τι με κυττάζεις;
Είπε· κι αυτός κατέβηκεν ευθύς απ' το κρεββάτι κι άρπαξε τώμορφο σπαθί που κρέμονταν αιώνια στο κέδρινο κρεββάτι του ψηλά σ' ένα παλούκι. Με τώνα χέρι του κρατεί το νιόκλωστο ζουνάρι, με τάλλο σέρνει το σπαθί μέσ' από το θηκάρι, θηκάρι καλοδούλευτο και κοσμοξακουσμένο.
Αυτά 'πε· και άκουσ' ο υιός τον ποθητόν πατέρα, και την βυζάστρα κάλεσεν Ευρύκλεια και της είπε· 15 «Ταις κόραις, μάννα, κράτει μου 'ς τα μέγαρ', ως να θέσω τα πατρικά μου τ' άρματα 'ς τον θάλαμο, τα ωραία· μου τ' αφανίζ' όλα ο καπνός 'ς το σπίτι αμελημένα, αφού λείπει ο πατέρας μου· κ' εγώ μικρός τότ' ήμουν· θα τα φυλάξω τώρα εκεί 'που λάμπα δεν θα φθάση». 20
— Έχω το γαϊδουράκι, επανέλαβε και δευτέραν φοράν η συντέκνισσα. Φέρε να τα φορτώσω, παπά . . . Καβαλλικεύεις κ' η αγιωσύνη σου. — Βλέπουμε· κουμπάρα, φόρτωσε τα ιερά, κ' έλα ως την εκκλησιά με το γαϊδουράκι. Η παπαδιά ανήσυχος τους έβλεπεν αναχωρούντας, αλλά δεν ετόλμα να εκφωνήση παράπονον ή αντίρρησίν τινα, έκαμε την ανάγκην φιλοτιμίαν, και είπε·
— Εγώ; — Δέκα έτη και πλειότερον. Από τότε που ήμουν μικρή! Δεν με έρριψες εις τον κρημνόν διά να αποθάνω; Ο Πλήθων ανεσκίρτησε βιαίως. Ίσως δεν επίστευεν ότι τον ενεθυμείτο η νέα. Ενόμιζεν ότι αύτη δεν ηδύνατο να τον αναγνωρίση εκ τόσον μακρού χρόνου. — Ενθυμείσαι λοιπόν; είπεν. — Ενόμιζες ότι το ελησμόνησα; είπεν η Αϊμά. Ο Πλήθων σκεφθείς επ' ολίγον, είπε·
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν