Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Ο Οφφκιάλος εις τέτοιαν ομιλίαν κυττάζοντάς τον με έκστασιν του είπε· Βασιλόπουλον, ηξεύρεις εσύ πως εδώ έρχεσαι να ζητήσης τον θάνατον; εσύ ήθελες κάμει καλύτερα να σταθής εις τον τόπον σου, παρά που αποφάσισες να έλθης να χάσης την ζωήν σου.

Και ο Σωκράτης, αφ' ού επρόβαλεν εμπρός την κεφαλήν του και ήκουσεν, είπε· το εκράτησες εις την ενθύμησίν σου με γενναιότητα· δεν καταλαμβάνεις όμως την διαφοράν μεταξύ εκείνου, το οποίον τώρα λέγομεν, και εκείνου, το οποίον είπομεν τότε.

Τέτοιο αριστούργημα δεν το βλέπει κανείς μια φορά!... Ο Δημητράκης δε βάσταξε. — Επί τέλους εγώ δε γίνουμε γελοίος με τις παραξενιές σου! είπε· οι άνθρωποι ήρθαν να γλεντίσουν δεν ήρθαν να σπουδάσουν καλλιτεχνία. — Καλά· τότε κ' εγώ δεν κάθημαι στο τραπέζι. Ο Δημητράκης έτρεμε από τη φούρκα του· τα μάτια του έβγαζαν σπίθες. Ήταν έτοιμος να σηκώση το χέρι του και να του δώση κατάμουτρα.

Νόμισε πως το ξύλο ανάμπαιζε τη θρησκεία του· τους παπάδες και το λαό, τα λιβάνια και τα λάβαρα, όλα τον αγέλαε. Του ήρθε να φωνάξη, να διαμαρτυρηθή. Είπε να χυθή απάνω του, να ταρπάξη από τα χέρια των παλληκαριών και να το ποδοκυλήση χάμου, μέσα στον κουρνιαχτό και τις καβαλίνες. Είπε· μα δεν έκαμε τίποτα. Τα πόδια του δε θέλησαν να πάνε μπροστά· τα χέρια του έμειναν κάτω κρεμασμένα.

Κατά την απόφασιν του Κατή εμισεύσαμεν ευθύς διά την Μέκκαν και οι τέσσαρες· και ύστερον από ένα ευτυχισμένον ταξείδι εφθάσαμεν εις το παλάτι του Ομάρ, ο οποίος ευθύς που ήκουσε τα συμβεβηκότα μου μού είπε· αυτό όλον που μου εδιηγήθης είνε πολλά εξαίρετον διά να σε πιστεύω, κάνει χρεία να υπάγωμεν εις το μνήμα του προφήτου εκεί που ο γαμβρός του Μωάμεθ ευρίσκεται, και αυτός θέλει μας ειπεί εκείνο που ημπορούμεν να στοχασθούμεν, δι' αυτό το θαυμαστόν διήγημα που ήκουσα.

Η Σιξτίνα υπεκλίθη και ανάψασα το δέλετρον ητοιμάσθη ναποχωρήση. Η ηγουμένη τη έδωκε το κλειδίον του ναού ειπούσα αυτή·Πάρε το κλειδί, και ύπαγε νανοίξης. Είνε η ώρα του όρθρου. Θα περάσης από το κελλί της αδελφής Φεβρωνίας. Εξύπνισέ την διά να σημάνη τους κώδωνας. Η αδελφή Σιξτίνα εξήλθε σιωπηλή. Μείνασα η ηγουμένη μετά της Αϊμάς τη είπε·Τι σου έλεγε, κόρη μου, η Σιξτίνα;

Ένδοξον θρόνον είχον Εις την Ελλάδα· τύραννοι Προ πολλού τον κρατούσι Σήμερον συ βοήθησον, Δος μου τον θρόνον. Όταν τους ανοήτους Φεύγω θνητούς, με δέχονται Η πατρικαί σου αγκάλαι· Η ελπίς μου εις την αγάπην σου Στηρίζεται όληΕίπε· και ευθύς επάνω Εις τας ροάς εχύθη Του Ωκεανού, φωτίζουσα Τα νώτα υγρά και θεία, Πρόφαντος λάμψις.

Ο Ρουσκάδ φθάνοντας εκεί εξεπέζευσε, και αφού τον εχαιρέτησε, του είπε· βασιλέα, έρχομαι διά να σου προμηνύσω μίαν χαρμόσυνον είδησιν· η βασίλισσα των Ναϊμάνων, που εδιώχθη ωσάν μια μάγισσα από την βασιλεία σου, και με όσα υπέφερεν από τότε έως τώρα, σε βεβαιώνω ότι δεν απόθανεν ακόμη, αλλά ζη.

Και ο Σιμμίας, αφ' ού εγέλασεν, είπε· Μ' έκαμες να γελάσω, μα τον Δία, ω Σώκρατες, εν ώ τώρα μάλιστα δεν είχον καμμίαν όρεξιν να γελάσω.

Αλλ' η Εφταλουτρού είχε γείνει άφαντος και, ως φαίνεται, δεν ηγάπα τους θριάμβους. Εν τούτοις ο ξένος, όστις ήτο ειλικρινής και δεν ηδύνατο να υποφέρη τα ψεύδη, παρετήρησεν ατενώς την Αϊμάν, και τη είπε·Στη βρύσι, είπες, τα άπλωσες τα ρούχα, 'σ τη βρύσι; Η Αϊμά τω απηύθυνεν ικετικόν βλέμμα. Αλλ' εκείνος το απέκρουσεν. — Είνε αλήθεια ότι τα άπλωσες τα ρούχα 'στη βρύσι; επανέλαβεν αδυσωπήτως.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν