Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Ο Ντάνας είπε· — Κ' είδατε πως κατέβαινε, σαν καμαρωμένη νύφη. Κη τώρα ζαλίστηκε το πηδί· δεν πειράζει, περαστικά νάνε. Όταν συνήλθεν ο Στάθης, έκαμε τον σταυρόν του, εστράφη προς τους άνδρας, και είπε·Τώρα, την Ψαρή την έταξα ασημένια στην Παναγία, και θα την δώσω. Μα, ως τόσο, ένα κατσικάκι, που μου βρίσκεται ακόμη απ' τα πρώτα γεννητούρια, αξίζετε, θα σας το θυσιάσω.

Η γυναίκα του αρχηγού των κλεφτών έλαβεν ευσπλαγχνίαν εις εμέ, και ήλθε προς το βράδυ και με έλυσεν από το δένδρον, και δίδοντάς μου ένα παλαιόν φόρεμα και καμπόσον ψωμί μου είπε· πιάσε τούτην την στράταν και φεύγα το συντομώτερον, διατί σαν γυρίση ο άνδρας μου θέλει σε φονεύσει. Εγώ ευχαρίστησα την ευεργέτιδά μου και μισεύοντας επεριπάτησα όλην την νύκτα χωρίς να χάσω την οδόν που μου έδειξε.

Όσον δι' απόψε έχεις το δωδεκάωρον δικαίωμα και το νυκτερινόν άσυλον, το οποίον σοι χορηγεί ο νόμος, διά να κρυφθής ή να φύγης, αν προλάβης. Ο Πρωτόγυφτος κατελήφθη υπό αληθούς τρόμου ακούσας τας τελευταίας ταύτας λέξεις. Εγονυπέτησε δε αυτομάτως, και εξαγαγών βαλάντιόν τι εκ του κόλπου του, είπε·Τζάνουμ μη με φυλακώνης, αφέντη. Να και τα φλωριά οπού πήρα, τα παραδίδω εις την εξουσίαν.

Και λοιπόν και τώρα εγώ τουλάχιστον δεν θα εντραπώ να ερωτήσω, αφ' ού και συ λέγεις να το κάμω, και δεν θα κατηγορήσω τον εαυτόν μου εις υστερώτερον καιρόν, ότι δεν είπα τώρα εκείνα τα οποία μου ήλθον εις τον νουν. Και ο Σωκράτης είπε· Ίσως βέβαια, φίλε μου, να έχης δίκαιον, αλλά λέγε μου λοιπόν υπό ποίαν έποψιν δεν είναι αρκετά όσα είπομεν. Είπεν ο Σιμμίας.

Ο Αγκούτσας, με το ηλιοκαές και ρικνόν πρόσωπον, με τα πυκνά αχτένιστα μαλλιά, έμεινε σύνοφρυς επ' ολίγα δευτερόλεπτα και έπειτα είπε·Τι μ' δίνεις, Στάθη, να κατηβώ εγώ, να σ' τσ' ανεβάσω; — Θα κατεβώ εγώ, απήντησεν ο Στάθης. — Τουλόου σ', Στάθη, έχεις γ'ναίκα και πηδιά . . . Άφσε να κατηβώ ηγώ, απ' δεν έχου στουν ήλιο μοίρα. — Ο Στάθης εσιώπα.

Ο Βινίκιος ήρπασε έν εξ αυτών και έπιε το ήμισυ του περιεχομένου. — Ευχαριστώ, είπε· σηκώσατέ με εις τους πόδας μου· θα υπάγω μακρύτερα μόνος μου. Ο είς εκ των εργατών τω επέχυσεν ύδωρ επί της κεφαλής και αι δύο τον έφερον προς τους συντρόφους των. Τον περιεστοίχισαν ερωτώντες αυτόν αν ήτο τραυματισμένος σοβαρώτερον. Η προθυμία αύτη εξέπληξε τον Βινίκιον. — Τίνες είσθε; ηρώτησε.

Εκείνος τα έσπρωξε πίσω, με τη ράχη του χεριού του, κ' είπε·Δε χρειάζονται λιεφτά... Κράτα τα να κολλήσης καμμιά λιαμπάδα στη χάρ' τς για τον μορφονιό σ', που είνε ζαμπούνης. Σαν παράξενα σου φαίνονται αυτά; — απέστρεψεν αίφνης τον λόγον προς εμέ η αφηγήτρια. — Τότε ήτον άλλος κόσμος. Οι άνθρωποι είχαν πόνο, είχαν αγάπη αναμεταξύ τους.

Και αυτή: — Τι είνε αυτά που λέγεις; είπε· ή νομίζεις ότι ό,τι δεν είνε ωραίον, κατ' ανάγκην είνε άσχημον; — Βεβαιότατα. — Ώστε και το μη σοφόν κατ' ανάγκην είνε αμαθές; Ή δεν έχεις παρατηρήσει ότι υπάρχη και μέσον τι μεταξύ σοφίας και αμαθείας; — Ποίον είνε τούτο;

Και ο βασιλεύς της Κίνας της είπε· παρηγορήσου, ω κυρά, ότι οι δυστυχίες σου εφθασαν εις την ακμήν, και, δεν πρέπει να αμφιβάλλεις ότι η τύχη έως τέλους δεν θα μεταβληθεί και εις ευεργετικήν, και άκουσον τι λέγει ένας ποιητής μας. Οπόταν ένα πράγμα φθάνη εις την ακμήν της τελειότητος είνε σιμά εις την ακμήν της φθοράς.

Καθώς ανέβαινεν ασθμαίνουσα τον πετρώδη λόφον, «Έλα, Παναγία μου, έλεγε μέσα της, ας είμαι κι' αμαρτωλή». Είτα εις τα ενδόμυχα της ψυχής της είπε· «Δεν το έκαμα για κακό».

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν