Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Αν σπείρη τις σίτον εις διαφόρους αγρούς, άλλην μεν απόδοσιν θα έχη εις γην πεδινήν, παχείαν, ποτιστικήν, ευήλιον και καλώς αεριζομένην, όπου ο καρπός θα γείνη άφθονος και εκλεκτός, άλλην δε εις λεπτόγειον αγρόν ορεινόν και πετρώδη, άλλην εις γην κακώς ηλιαζομένην, άλλην εις υπώρειαν και εν γένει διάφορος θα είνε κατά τόπους η εσοδεία.
Δύο γίδες του Στάθη του Μπόζα είχον λείψει την πρωίαν εκείνην από τον μικρόν αιπόλον. Είχαν εκπέσει αποπλανηθείσαι, και είχαν βραχωθή κάτω εις την στενήν πετρώδη κόγχην την σχηματιζομένην κατέμπροσθεν και υποκάτω από το ιερόν βήμα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης. Η κόγχη εκείνη ήτο και δεν ήτο εσοχή, ήτο και δεν ήτο σπήλαιον. Σπήλαιον αστεγές και εσοχή σιγανή.
Εν μέσω βαθείας χαράδρας αθέατος μεταξύ των βράχων, ολίγον υψηλότερα του διαρρέοντος τον πετρώδη αύλακα χειμάρρου, ήτο κτισμένη η Μονή του Ευαγγελισμού.
Και βλέπων μόλις έξω εις την πετρώδη Σκύρον τας δύο χασμάδας των λατομείων λευκού τουμαρμάρου, αίτινες αμυδρώς διεγράφοντο τεφραί, ως χαλασμένα δύο χωρίδια, είπε: — Μπορεί να κάμουμε Φώτα 'ςτο χωριό, καϋμένε Ζούμπουρα!
Εμέ δε και κατόπιν ενθυμηθήτε, όταν βραδύτερον κανείς ξένος έλθη ενταύθα ταλαιπωρημένος και σας ερωτήση : Ω κόραι, ποίος εξ όλων των αοιδών είναι μάλλον ευάρεστος εις σας αφ' όσους έρχονται εδώ κ' ευχαριστείσθε απ'αυτόν περισσότερον; Σεις δε πρόθυμοι όλαι αποκριθήτε επαινετικά: Ο τυφλός, ο κατοικών εις την πετρώδη νήσον της Χίου».
Αριστερά λόφοι κοιλάδες, και δάση γραφικώς εναλλάσσονται εις το βλέμμα. Αντικρύ ο γυμνός και άγριον μεγαλείον αποπνέων βράχος του Κάστρου, με τα δύο προ αυτού πετρώδη νησίδια, και πέραν πέλαγος αχανές, φωσφορίζον εις τας πρώτας ακτίνας του υποφώσκοντος ηλίου.
'ς τον εύμορφον εμπήκαμε λιμένα, 'που από βράχους κλειέται υψηλούς ολόγυρα 'ς το 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι, και άκραις ξεβγαίνουν πετακταίς αντίκρ' η μια της άλλης 'ς την θάλασσα, κ' έχει στενό το στόμα του ο λιμένας. 90 εκεί μέσ' όλοι ωδήγησαν τα ισόπλευρα καράβια. και τούτα μέσα εδέθηκαν εις τον βαθύ λιμένα, σύνεγγυς όλα, ότι ποτέ δεν φούσκονε αυτού κύμα ούτε μεγάλο, ούτε μικρό, αλλ' άσπρη έχει γαλήνη• εγώ μόνος εκράτησα έξω το μαύρο πλοίο 95 αυτού 'ς την άκρα, κ' έδεσα 'ς τον βράχο το σχοινί του. και ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφήν πετρώδη, και ούτ' έργα εφαίνονταν βωδιών αυτού και ούτ' έργ' ανθρώπων. τον καπνό μόνον βλέπαμε, 'που από την γην επήδα. τότε συντρόφους έστειλα να υπάγουν και να μάθουν 100 ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποι 'ς την γην εκείνην ήσαν, δυο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. τον δρόμον ακολούθησαν εκείνοι, όπου τ' αμάξια τα ξύλ' άπ' τα υψηλά βουνά 'ς την πόλιν καταιβάζαν, και άντεσαν νέαν, πώπαιρνε νερόν εμπρός 'ς την πόλι 105 του Αντιφάτη, βασιληά των Λαιστρυγόνων, κόρη. κατέβ' η νέα 'ς την λαμπρή πηγή, την Αρτακία, ότι απ' εκείνην έφερναν όλοι νερό 'ς την πόλι. την επλησίασαν αυτοί, της μίλησαν, κ' ερώταν ποιος είν' εκείνων βασιληάς, και ποιους εξουσιάζει. 110 και η κόρη ευθύς τους έδειξε το δώμα του πατρός της. εις το παλάτι ως έφθασαν την σύντροφόν του ευρήκαν, 'που ως κορφοβούν' ήτο υψηλή, και τους επήρε φρίκη. έκραξε από την σύνοδον τον άνδρα της εκείνη, τον Αντιφάτην, οπού ευθύς να τους χαλάση εσκέφθη. 115 άρπαξε αμέσως κ' έφαγεν τον έναν των συντρόφων• οι άλλοι δυο πετάχθηκαν και 'ς τα καράβια φθάσαν. και αυτός 'ς την πόλι σήκωσε βοή, και οι Λαιστρυγόνες, ως άκουσαν, οι δυνατοί κείθε κ' εδώθ' ερχόνταν άπειροι, και δεν ώμοιαζαν ανδρών αλλά Γιγάντων. 120 και με πέτραις αβάστακταις των βράχων απ' ταις άκραις κτυπούσαν και άρχισε κακός εις τα καράβια κρότος, οι άνδρες ως φονεύονταν κ' εσπώνταν τα καράβια. και ως ψάρια τους καμάκιζαν και, άθλιο φαγί, τους παίρναν. και αυτούς ενώ ξολόθρευαν εις τον βαθύ λιμένα, 125 απ' το πλευρό μου έσυρα το ακονητό σπαθί μου κ' έκοψα τα πρυμόσχοινα του μαυροπλώρου πλοίου• και τους συντρόφους πρόσταξα να πέσουν 'ς τα κουπία να φύγουμε απ' τον όλεθρο, κ' εκείνοι τρομασμένοι όλοι ενταυτώ με τα κουπιά την θάλασσαν ταράξαν. 130 κ' ευφρόσυνα εις το πέλαγος έφυγε από τους βράχους τους κρεμαστούς το πλοίο μου• τ' άλλ' όλ' αυτού χαθήκαν.
Καθώς ανέβαινεν ασθμαίνουσα τον πετρώδη λόφον, «Έλα, Παναγία μου, έλεγε μέσα της, ας είμαι κι' αμαρτωλή». Είτα εις τα ενδόμυχα της ψυχής της είπε· «Δεν το έκαμα για κακό».
Μ' αρέσει τώρα να βλέπω την θάλασσαν από μακράν, έως ου έλθη καιρός να βλέπω και τον κόσμον από μακράν.... Και μόνην ευχαρίστησιν πλέον αισθάνομαι να εκκλησιάζωμαι εις τον ναόν του αγίου Νικολάου — επάνω εις τα Κοτρόνια — εις την υψηλήν πετρώδη της νήσου κορυφήν.
Και μετά παιδικής μεγαλαυχίας ο Χειμάρρας έδειξε προ αυτού υψηλόν κωνοειδή λόφον, πετρώδη και φαιόν, φέροντα δύο τρεις ελάτους εις την κορυφήν και ανεμνήσθη της κατά το 1842 επαναστάσεως του Παπα-Κώστα Τζαμάλα, του ορμητικού εκείνου αρματολού ιερέως του Αγώνος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν