United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένα μεν πράγμα ευάρεστον εις τους θεούς και ένας άνθρωπος ευάρεστος εις τους θεούς είναι ευσεβής, ένα δε πράγμα μισητόν εις τους θεούς και ένας άνθρωπος μισητός εις τους θεούς είναι ασεβής. Το ευσεβές δε δεν είναι το ίδιον με το ασεβές, αλλ' όλως διόλου είναι εναντιώτατον το έν προς το άλλο. Δεν είναι έτσι; Ευθύφρων. Αναντιρρήτως έτσι είναι. Διότι έτσι έχομεν ειπεί. Σωκράτης.

Η οδός είνε τόσον ολισθηρά αλλά και τόσον συνάμα ευάρεστος και ωραία, ώστε εν πλήρει γοητεία διέρχονται αυτήν συνήθως οι της πολυτελείας προσκυνηταί, και όταν η ώρα της απογοητεύσεως σημάνη, το βήμα δεν οπισθοχωρεί πλέον διότι άλλως και ματαία θα ήτο πάσα οπισθοχώρησις. Ουδείς λοιπόν προς αυτούς ο λόγος εις οικοδόμησιν ή συνετισμόν. Non ragioniam di lor.

Διότι η μεν τροφή , αν και είναι ευάρεστος, και η ξηρά και η υγρά, πολλάκις γεννά νόσον αλλ' η εξερχόμενη εκ τροφής ευώδους οσμή δεικνύει ό,τι είναι απολύτως ούτως ειπείν και πάντοτε ωφέλιμον εις ημάς οπωσδήποτε και αν είμεθα διατεθειμένοι. 10.

Άπειροι είναι αι περιπέτειαι του ανθρωπίνου βίου, και ατελεύτητοι αι αμοιβαίαι των ανθρώπων ανάγκαι. Αλλά δύο είναι αι μεγάλαι και διαρκείς ανάγκαι παντός ανθρώπου, η ευάρεστος συναίσθησις της ιδίας αυτού συνειδήσεως, και η παρά των άλλων αγάπη. Μόνον δε ευεργετούντες, δυνάμεθα να θεραπεύσωμεν τας δύο ταύτας μεγάλας ανάγκας.

Μόλις είχεν αποφάγει, και καταληφθείς υπό ακαθέκτου νυσταγμού, απεκοιμήθη πάλιν. Αλλ' η εκ του δευτέρου τούτου ύπνου εξέγερσις δεν υπήρξεν ευάρεστος ως η προλαβούσα. Ότε αφυπνίσθη, έκειτο επί της άμμου παρά τον αιγιαλόν, το δε σπήλαιον της Νύμφης είχε γείνει άφαντον, ως ήτο επόμενον. Ο Αννίβας επιστρέψας εις τον λιμένα του εφρόντισε να οπλίση νέαν λέμβον διά τας αλιευτικάς εκδρομάς του.

Αλλά ποίοι από τους δύο λέγεις ότι δεν θέλουν να πηγαίνουν εις τον πόλεμον, εν ώ τούτο είναι πράξις ωραία και ενάρετος; Πρωταγόρας Οι δειλοί, είπεν αυτός. Σωκράτης Εάν τούτο είναι πράξις ωραία και ενάρετος, είπον εγώ, δεν είναι και πράξις ευάρεστος; Πρωταγόρας Το έχομεν παραδεχθή βέβαια, είπε.

Τα τέκνα μου είνε προωρισμένα εις τον σκληρότατον αγώνα. Δείξον καρτερίαν και θα σωθής». Η τελευταία αύτη παρακέλευσις ήτο εις την Αϊμάν μάλλον ακατανόητος ή αι προ αυτής δύο. Τέλος η ξένη έγεινε παραδόξως άφαντος, ή μάλλον, όπερ παραδοξότερον, μετεμορφώθη έμπροσθεν των οφθαλμών της Αϊμάς. Αλλ' η τοιαύτη μεταμόρφωσις πολύ απείχε του να είνε ευάρεστος.

Ο ουρανός πλήρης αστέρων, απλούται ως απέραντος οροφή άνω του πελάγους, το οποίον μαυρίζει προς τα κάτω και χάνεται εις τα σκότη, αφ' ων αόριστος, μυστηριώδης αναδίδεται ψίθυρος ως αύρας πνεούσης μακράν εν τω δάσει. Ψίθυρος ευάρεστος, μορμυρισμός ρυακίου, ρέοντος υπό την χλόην, μαλακά, υποκώφως.

Ας εύρη τουλάχιστον μίαν στέγην υπό την οποίαν να κλείση τα μάτια της μίαν νύκτα· ας εύρη ανθρώπους με τους οποίους να συνομιλήση, πυράν, παρά την οποίαν να θερμανθή και αύριον έχει ο Θεός. . . Ούτως εσκέπτετο η Μάρω πλησιάζουσα εις τον πύργον· τα κουρασμένα μέλη της είχον τόσην ανάγκην αναπαύσεως, ώστε και η τρώγλη του λαγωού θα της εφαίνετο ευάρεστος.

Δεν θα πάνεΜα εγώ δεν έχω σκοπό ν' αφήσω σβυστό τον Χριστό, ίσα ίσα εις την γιορτή του. Θα πάρω το λαδάκι και τα κεράκια, και θα πάω. — Δεν κάθεσαιτα αυγά σου, λέω 'γώ; Πού θα πας χειμώνα καιρό; Κι' αν χιονίση; Κι' αν κλεισθής σ' τον βράχο εκεί χωρίς ψωμί; Δεν ακούς πώς χαίρεται ο κόσμος; Την στιγμήν εκείνην ηκούετο ευάρεστος κρότος θραυομένων καρύων και κοπανιζομένης κανέλλας.