United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά το παιδίον είχε γείνει άφαντον, όπισθεν της γωνίας του τοίχου, και μόνον τα βήματά του ηκούοντο δρομαία επί του λιθοστρώτου. — Ο μούτσος του διαβόλ' ο γυιος θα τώστρωσε πουθενά στο μεθύσι, άρχισε να μονολογή ο καπετάν Κυριάκος, κι' άφησε την βάρκα στην τύχη της.

Τότε ο κολυμβητής ευρέθη εν αμηχάνω θέσει. Το πλοίον είχε γείνει άφαντον έμπροσθέν του, και η γη είχεν ομοίως εξαφανισθή όπισθεν. Εστράφη και δεν είδε πλέον την ακτήν αφ' ης είχεν αναχωρήσει. Αχανές πέλαγος εξετείνετο εμπρός και οπίσω και πέριξ και εγγύς και πόρρω και πανταχού. Ησθάνθη ότι αι δυνάμεις του εξέλειπον κατ' ολίγον και ήρχισε να βυθίζηται.

Τα τέκνα μου είνε αναρίθμητα. Και εκινήθη προς την θύραν, όπως εξέλθη. — Πού θα υπάγητε, ηρώτησεν η Αϊμά. — Θα υπάγω εις την οικίαν μου, οπόθεν ήλθα. — Και πού ευρίσκεται η οικία σας; — Είνε πολύ μακράν απ' εδώ. Η Αϊμά την ηκολούθησεν έξω της θύρας. Είδεν αυτήν λαβούσαν την οδόν, ήτις περιέκαμπτε τον λόφον, και γενομένην άφαντον όπισθεν της πρώτης καμπής. Είτα έτρεξε κατόπιν της.

Ο Κωσταντής ήτο ο μόνος αρμόδιος προς το τελευταίον τούτο· εγώ εις τι άλλο θα εχρησίμευα, ειμή διά να κρατώ το κερί; Δυστυχώς είχα βγάλει το υπόδημά μου το αριστερόν, πριν καθήσωμεν εις το δείπνον, επειδή με ηνώχλει ο κάλος κατόπιν της οδοιπορίας, κ' ευρέθην μονοπέδιλος την ώραν όπου είχε γείνει άφαντον το ζώον. Και όμως ανάγκη ήτο να συμμορφωθώ.

Μόλις είχεν αποφάγει, και καταληφθείς υπό ακαθέκτου νυσταγμού, απεκοιμήθη πάλιν. Αλλ' η εκ του δευτέρου τούτου ύπνου εξέγερσις δεν υπήρξεν ευάρεστος ως η προλαβούσα. Ότε αφυπνίσθη, έκειτο επί της άμμου παρά τον αιγιαλόν, το δε σπήλαιον της Νύμφης είχε γείνει άφαντον, ως ήτο επόμενον. Ο Αννίβας επιστρέψας εις τον λιμένα του εφρόντισε να οπλίση νέαν λέμβον διά τας αλιευτικάς εκδρομάς του.

Το Τελώνιον χωρίς άλλην απόκρισιν μεταμορφωθέν εις δράκοντα πτερωτόν, αρπάζοντάς με με μεγάλην ορμήν με εσήκωσεν έως τα σύννεφα, που μου εφάνη η γη ωσάν ένα κρεμμύδι· έπειτα με την ιδίαν ορμήν με κατέβασεν εις την κορυφήν ενός βουνού, και εκεί αφού με μετεμόρφωσεν εις το σχήμα της μαϊμούς, έγινεν άφαντον.

Έπειτα πετώντας, κατέβη εις το δώμα εκείνου του παλατίου που ήσαν οι δέκα μονόφθαλμοι νέοι με τον γέροντα και τότε εσείσθη με σφοδρότητα, εις τόσον, που με έρριξε καταγής, και με την ουράν του με εκτύπησεν εις το δεξιόν μάτι και με ετύφλωσεν και έπειτα έγινεν άφαντον.

Η Γερακούλα τον είδε τότε βιαίως περιπεπλεγμένον εντός του δάσους, τον είδε κλονισθέντα μίαν στιγμήν ως να ήθελε να πέση κάτω και να κυλισθήήτο ανώμαλον και βραχώδες το έδαφος και ολισθηρόν συνάμα εκ των ξηρών φύλλων των πευκώνπλην τον είδε καταβαλόντα τελευταίαν αντίστασιν και διά της κεφαλής του προς τα εμπρός υπερνικήσαντα, εισδύσαντα εντός της λόχμης και γενόμενον άφαντον.

Μίαν ημέραν και μίαν νύκτα η βροχή απαύστως κατέπιπτεν εις τας Αθήνας. Τα πρωτοβρόχια ενωρίς είχον επισκεφθή την ξηράν πόλιν, το φθινόπωρον εκείνο. Το μαρμάρινον Άστυ εχάθη άφαντον εν μέσω της σκοτεινής ομίχλης, της λαίλαπος και της ορμητικής εκείνης καταιγίδος, θαρρείς και το περιετύλιξαν όλον τα υδατόρρυτα νέφη, να το πνίξωσιν αίφνης, ως κλώσσαν με τους μικρούς νεοσσούς.

Μάννα, λέω! εφώνησε παρατείνουσα την φωνήν της η Δεσποινιώ, καλούσα δήθεν την άφαντον μητέρα της, ήτις ελαφρά βαδίζουσα πάντοτε προηγείτο. — Θειά-Ζωίτσα! εφώνησε και η Σοφούλα, μάλλον λεπτύνασα την φωνήν της, επί το αστειότερον. Και επανέλαβεν η πρωινή ηχώ μέσα εις το βαθύ σπαρτόν. — Θειά-Ζωίτσα!