United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτα και πάλιν ήρχιζε να μονολογή: — Έχουν αξία όλα τ' άλλα πράγματα, κυρά μου, εις έναν κόσμο, που μόνον οι παράδες έχουν τιμή;... Αχ! κεφάλι, κεφάλι, που θέλεις χτύπημα στον τοίχο αυτόν τον ραγισμένο, στο ντουβάρι, αυτόν το μουχλιασμένο, το βρώμικο... Πότε θα βάλης γνώσι;... Έπρεπε να ζη διακόσια, πεντακόσια χρόνια ένας άνθρωπος, για να μπορέση να καταλάβη καλά τον κόσμο... Σαν ξαναγένω νύφη, ξέρω και καμαρώνω... Καλά το λεν οι Αγάδες εκεί πέραμωρέ, πού είστε, τάγια χώματα;... Του Ρωμηού η γνώση ύστερα έρχεται... &Γιουννανίν ακίλ σουραντάν γκελίορ!&

Ο Βαγγέλης ήρχισε να μονολογή έξωθεν της θύρας: — Ξένοι στα ξένα, κυρά μ'! ξενάκια όλοι είμαστε. «Πού να καθίσω, να ξενυχτίσω;»... Αχ! είνε κακός ο κόσμος, κυρά μ'! δεν μπορεί να πη κανείς τον πόνον του! ...Σεβντάς, άχτι, καϋμός, μαράζι, ντέρτι, μεράκι, βάσανο, κυρά μ'! ...«Σ' αφίνω την καλή νυχτιά, πέσε γλυκά κοιμήσου! και στ' όνειρό σου!...» Ούτε φωνή, ούτε ακρόασις.

Αλλ' η απορία της γραίας ηύξησε, μετατραπείσα τώρα εις ανησυχίαν, όταν ολίγον κατόπιν και μετά την επάνοδον του ιατρού εκ συντόμου ταξειδίου, τον συνέλαβε να χειρονομή και να μονολογή ως να συνεζήτει με κάποιον περί σπουδαίου ζητήματος· την έβαλε μάλιστα εις πλείονα ανησυχίαν η ευθυμία του. — Δεν μ' αρέσουν καθόλου τα πράγματαέλεγε σταυροκοπουμένη.

Ο άγνωστος δεν επλησίασεν εις την πηγήν του ρύακος, δεν εκάθισεν υπό τα δένδρα, τεκμήριον ότι δεν ήτο οδοιπόρος κεκμηκώς. Ανέβη εις τον μέγιστον βράχον, αντικρύ της κοιτίδος, εν ή εκοιμάτο ο Βράγγης, και δεν εκάθισεν επ' αυτού, έμεινεν όρθιος. Ύψωσε το βλέμμα προς τον ουρανόν, είτα περιέφερεν αυτό γύρω. Τι διενοείτο; Είτα ήρχισε να μονολογή.

Επήρα κ' εγώ την &πηρέτρα& και πασκίζω να βγάλω το ψωμί μου. &Πηρέτρα& ή &υπηρέτρα& ήτο το όνομα της λέμβου, όπερ ούτος τη έδιδε. Και παύων να μονολογή, ήρχιζε να τραγωδή διά της τραχείας και μονοτόνου φωνής του : Βασανισμένο μου κορμί, τυραγνισμένα νειάτα! . . . και δεν έλεγεν άλλον στίχον.

Αλλά το παιδίον είχε γείνει άφαντον, όπισθεν της γωνίας του τοίχου, και μόνον τα βήματά του ηκούοντο δρομαία επί του λιθοστρώτου. — Ο μούτσος του διαβόλ' ο γυιος θα τώστρωσε πουθενά στο μεθύσι, άρχισε να μονολογή ο καπετάν Κυριάκος, κι' άφησε την βάρκα στην τύχη της.