United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Καπετάν-Μοναχάκης κατέβαινε πάλι στον καφενέ. Ο Γερο- Μελιγκόνης άρχιζε πάλι. — Γέρασες, Καπετάν-Μοναχάκη, και γνώσι δεν έβαλες. — Ας είνε καλά τα μπλάστρια του καπετάν-Πεφάνη. Μπλάστρια εγώ και μπλάστρια η «Αθηνά» καλά βαστειόμαστε για την ώρα. Είμαστε τώρα και οι δυο φρεσκοπαλαμισμένοι.

Θα σε συνοδέψω με μερικά άλλα πουλιά και θα σε λέγω εις το αυτί τι πρέπει να κάμης. — Πουλιά μου αγαπημένα, αποκρίθηκεν η Μηλιά, έχετε καλή καρδιά, όχι όμως και πολλή γνώσι. Μου παραγγέλλετε να συγυρισθώ χωρίς να συλλογισθήτε πως μόνον σάς εφρόντισεν ο Θεός να στολίση με πλουμιστά φτερά. Εγώ δεν έχω να βάλω παρ' αυτό το παλιοφούστανο που φορώ.

Πως σε μισάν από κακή Καρδιά που έχουν φυσική, Ξαργού σε παροργίζουν Διά να σε συγχύζουν. Πώς να σε ιδούν δεν ημπορούν, Σε όλα σε κατηγορούν. Σε όλα σου αντιλέγουν Και πάντα εκείνοι φταίγουν. Και για να λείπουν η συχναίς Λογοτριβαίς σ' εσάς κοιναίς, Λοιπόν αποφασίζεις, Και τους συχνοξυλίζεις. Σου αποκρίνομαι κι' εγώ Ως με τη γνώσι μου νογώ.

Το πλιο καθάριο το ψωμί, το άσπρο παξιμάδι, Η πίτα με το βούτυρο, η πίτα με το λάδι. 100 Το χλωροτύρι, ο παστρουμάς, το μέλι και το γάλα Δε με λαθεύουν, Μπάκακα και ακόμα κι' όσα άλλα Στα μαγειριά του ο άθρωπος σοφίζεται και βρίσκει, Απ' όλα εδοκίμασα. κανένα δε μου μνήσκει. Και μη θαρρείς, πως μοναχά η φύση μέχει δώση 105 Τόσα αγαθά να χαίρομαι χωρίς καμμιά άλλη γνώσι.

— Α! αυτό λοιπόν είνε το τρίτο; είπεν ο Θευδάς. — Μάλιστα, το τρίτο το καλλίτερο. — Το καλλίτερο; — Και αν θέλης, και κάτι άλλο· είνε αυτό το τρίτο. — Τι άλλο; — Δεν το λέγω αυτό. — Γιατί; — Γιατί σκιάζομαι. — Τι σκιάζεσαι; — Μήπως σε τρομάξη. — Να με τρομάξη εμέ; — Ναι. — Γιατί; — Γιατί είνε πράγμα που τρομάζει. — Δεν βαρυέσαι! — Φαντάσου γυναίκα με μακρυά μαλλιά. — Και λίγη γνώσι;

Τα όξω ορέγεται καλά, σ' εκείνα προσκολλιέται, Τα μέσα δεν παρατηράει ο κόσμος, κι' ας γελιέται. 100 Για τούτο εγώ έχω απέρασι, για τούτο κυριεύω, Γιατί ν' αρέσω καθενού αδιάκοπα γυρεύω. Κι' έτζι παντού προτίμησι, παντού ευρίσκω χώρα, Και κυβερνώ, ως ορέγομαι, τον κόσμον ως την ώρα· Να παρρησιάσης το κορμί λοιπόν σε γύμνια τόση, 105 Συμπαθησέμε να σου ειπώ, πως, δεν παραήταν γνώσι.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· «Ο ίδιος τούτα εξέταζε, πατέρ' αγαπημένε, ως λέγουν ότ' η γνώσι σουτον κόσμον είναι η πρώτη, 125 ώστε προς σε δεν δύναται κανείς ν' αντιπαλαίση. θερμοί θ' ακολουθήσουμεν εμείς· και συ δεν θαύρης, ελπίζω, ανδρείας έλλειψιν, όσ' είναι η δύναμίς μας».

Κι' ο Βασιληάς Μάρκος, συλλογιζότανε τα περασμένα, κ' έλεγε μέσα του: «Μεγάλη γνώσι δείχνει τούτο το σκυλί που κλαίει έτσι τον αφεντικό του. Μήπως δα υπάρχει κανείς σ' όλη την Κορνουάλλη που ναξίζη το νύχι του ΤριστάνουΤρεις βαρώνοι ήρθαν στο Βασιληά: «Μεγαλειότατε, διατάχτε να λύσουν τον Χουσδάν. Θα ιδούμε αν κάνη έτσι γιατί πεθυμάει τον κύριό του.

Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης• «Τέκνο, ποιος λόγος σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα; δεν είσαι συ, 'που εσκέφθηκες η ίδια αυτήν την γνώμη, να 'λθη ο Οδυσσηάς, κ' ενάντια τους εκδίκησι να πάρη; και τον Τηλέμαχον εσύ, γιατ' ημπορείς, προβόδα 25 με γνώσι, όπως απείρακτος υπάγητην πατρίδα, και άπρακτοι με το πλοίο τους γυρίσουν οι μνηστήρες».

«Μενέλαε διόθρεπτε, και σεις εδώ, 'που είσθε 235 λαμπρών ανδρών γεννήματα, —και ο Δίας άλλοτ' άλλου δίδει καλόν, δίδει κακόν, ότ' ημπορεί τα πάντα,— εδώ τώρα καθήμενοιτον δείπνο με ομιλίαις ξεδίνετε, γιατί κ' εγώ τ' αρμόδια θ' αναφέρω. και όλους εγώ δεν δύναμαι να είπω τους αγώναις, 240 όσους ο στερεόκαρδος κατώρθωσε Οδυσσέας, αλλ' ένα 'πώπραξε λαμπρόν με τόλμην ο ανδρείοςτην Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη• με άσχημαις βαρηματιαίς εδάμασε το σώμα, πήρε φορέματα κακά, και ομοιάζοντας με δούλον 245 εμπήκε εις την πλατύδρομη την πόλι των εχθρών του•το σχήμα εκείνο εκρύφθηκε, και ώμοιαζε ψωμοζήτης, αυτός 'που τέτοιος δεν ήταν 'ς τ' Αχαϊκά τα πλοία• τέτοιοςτην Τροίαν εισχωρεί, κ' εκείνοι εμωραθήκαν όλοι, κ' εγώ τον γνώρισααυτό το σχήμα μόνη, 250 και τον εξέταζα, και αυτός μου ξέφυγε με τέχνη• αλλ' όταν δα τον έλουα κ' έχριζα με το λάδι, κ' ενδύματα τον ένδυνα, και ώμοσα φρικτόν όρκο, 'ς τους Τρώαις μέσ' ο Οδυσσηάς 'που εφάνη να μην είπω, πριν αυτός φθάσηταις σκηναίς καιγοργά καράβια, 255 τότε όλη μου εφανέρωσε των Αχαιών την γνώμη, και αφού πολλούς εφόνευσε των Τρώων με το ξίφος, εις τους Αργείους έγυρε, κ' επήρε πολλήν γνώσι. τότ' έκλαιαν η Τρώισσαις πικρά, κ' γώ χαιρόμουν, ότ' η καρδιά μου είχε στραφήσπίτι μου να γύρω, 260 και αργ' αναστέναζα το πώς μ' εμώραν' η Αφροδίτη, την ώρα, 'που κει μ' έφερεν απ' την γλυκειά πατρίδα, κ' εχώρισα την κόρη μου, τον θάλαμο, τον άνδρα, οπούτον νου καιτην μορφή τον κάλλιο του δεν έχει».