United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα άμα είδε όλο το μέρος ρημαγμένο σαν να τα είχε κάμει αυτά εχτρός κουρσάρος, εξέσκιζε αμέσως τα ρούχα του και με φωνή δυνατή έκραζε τους θεούς· ως που κ' η Μυρτάλη, αφίνοντας ό,τι κρατούσε στα χέρια της, έτρεχεν έξω, κι ο Δάφνης βάνοντας μπροστά τα γίδια, εγύρισε πίσω· κι όταν τα είδαν εφώναζαν και φωνάζοντας έκλαιαν.

Τα παιδιά βλαστημούσαν η γυναίκα χτυπούσε με τα χέρια της το κεφάλι της, τα κορίτσια έκλαιαν. Δεξιά, αριστερά, πέρα, η ίδια θλίψη, ο ίδιος πόνος, η ίδια κατάρα. Ο νοικοκύρης κίτρινος, κίτρινος, με σκυμμένο κεφάλι, και τα χέρια σταυρωμένα πίσω, κοίταζε μ' ανοιχτά μάτια, χωρίς να βλέπη. Είταν σαν τρελλός.

Κ' ελυπόντανε όλοι για τα λουλούδια· μα αυτοί έκλαιαν από το φόβο του αφέντη· θάκλαιγε κι όποιος ξένος ετύχαινε να βρεθή εκεί. Επειδή είχε ρημαχτή όλος ο τόπος κι όλη η άλλη γις ήτανε σαν λάσπη. Κι αν κανένα από τα λουλούδια ξέφυγε το χαλασμό, άνθιζε κ' έλαμπε κ' ήτανε ακόμη όμορφο και χάμω πεσμένο.

Ενώ εζούσε το ελησμόνησαν, και τώρα το έκλαιαν και το εστόλιζαν. Το δε χώμα με το χόρτον και με το χαμόμηλον το έρριψαν εις τον δρόμον. Κανείς δεν εσυλλογίσθη το ταπεινόν άνθος, το οποίον είχε τόσον λυπηθή την κίχλαν και ήθελε τόσον να την παρηγορήση. Φρικτόν πράγμα! είπε μία όρνιθα. Δεν ημπορώ να ησυχάσω. Πρέπει να εξυπνήσω τας άλλας όρνιθας. Καλέ, ηκούσατε τι έγεινεν εις ένα ορνιθώνα;

Αυτά 'πα, και η καρδία τουςτα λόγια μου ερραΐσθη, και αυτού καθίσαν, έκλαιαν• ανέσπααν τα μαλλιά τους, αλλ' όφελος δεν έφερναν τα κλάμματα και οι θρήνοι.

Είπε, το μέγα λάβωμα ξυγύμνωσε απ' τα ράκη, κ' εκείνοι, αφού θεώρησαν και απ' όλα ελάβαν γνώσι, 'ς ταις αγκαλιαίς των έσφιξαν τον θείον Οδυσσέα, έκλαιαν και την κεφαλή του εφίλουν και τους ώμους· τα χέρια και ταις κεφαλαίς τους φίλησε κ' εκείνος. 225 και ο ήλιος θα βασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν, αλλά τους ξέκοψεν αυτός και προς εκείνους είπε· «Από τους θρήνους παύσετε, μη βγη και σας νοήση κάποιος από το μέγαρο και μέσα τ' αναφέρη. εμπήτε τώρ', αλλ' όχι ομού, πρώτος εγώ, κατόπι 230 ανάρηα σεις· και ας διορισθή το ακόλουθο σημάδι· οπόταν όλ' οι θαυμαστοί μνηστήρες θα φωνάζουντα χέρια μου να μη δοθούν το τόξο κ' η φαρέτρα, θεί' Εύμαιε, το δώμα συ διάβαινε και φέρε το τόξον εις τα χέρια μου, και πρόσταξε ταις κόραις 235 τα στερεά θυρόφυλλα να κλείσουν των μεγάρων, και αν ακουσθή βόγγος ανδρών ή κτύπος εις το δώμα, ολόκλειστ' οπού θα 'μασθε, να μη προβή καμμία έξω, αλλ' αυτούτα έργα τους σιγά να μείνουν όλαις. κ' εις σε την θύρα της αυλής λέγω, Φιλοίτιε θείε, 240 με κλείθρο και κομπόδεμα προσεκτικά να κλείσης».

Μας ήλθεν επιθυμία διά να υπάγωμεν εις αυτό το παλάτι να το ιδούμεν· και πλησιάζοντες εις αυτό ακούομεν να εβγαίνουν διάφορες φωνές από εκείνους τους πύργους, εις τους οποίους ήτον μέσα άνθρωποι κλεισμένοι και ωμιλούσαν με φωνές πολλά δυνατές· άλλοι μεν ετραγουδούσαν, άλλοι εγελούσαν, και άλλοι έκλαιαν.

Τους ναύτες όχι· μήπως εκείνοι τους εγέννησαν; Έκλαιαν τα χέρια που ήσαν ανίκανα να τους αποδώσουν δουλεύοντας την προκαταβολή. Τα χαμένα χρήματά τους έκλαιαν. Και τα περισσότερα είχε χαμένα ο Πέτρος Πίπιζας. Κάπου δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές. Άφες τη ζημία· δεν είχε και ανθρώπους αρκετούς να κάμη τη δουλειά του.

Είπε κ' εκάθισεν αυτός• τον ένδοξον πατέρα αγκάλιασε ο Τηλέμαχος με δάκρυα, με θρήνους• και η δυο καρδιαίς αισθάνθηκαν τον πόθο των δακρύων. 215 κ' έκλαιαν με σφικταίς φωναίς, όσο σφικτά δεν κλαίουν γύπες ή θαλασσαετοί, γυρτόνυχα πουλία, αν γεωργοί τους άρπαξαν τ' απτέρωτα μικρά τους• τόσο απ' τα βλέφαρα πικρά τα δάκρυα τους ερρέαν. και ο ήλιος θα εβασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν, 220 αλλ' έξαφνα ο Τηλέμαχος τότ' είπε του πατρός του• «Με ποιο καράβι τώρα εδώ, πατέρ' αγαπημένε, εις την Ιθάκη σ' έφεραν οι ναύταις; τίνες ήσαν αυτοί και πόθεν; επειδή πεζός, θαρρώ, δεν ήλθες».

ΧΑΡ. Δείξε μου τι έχεις στην σακκούλα. ΜΕΝ. Λούπινα, αν θέλης, και το δείπνον της Εκάτης. ΧΑΡ. Από πού μας τον εκουβάλησες αυτόν τον σκύλον, Ερμή; Και δεν δύνασαι να φαντασθής τι έλεγε εις το ταξείδι• εκορόιδευεν όλους τους επιβάτας και ενώ όλοι έκλαιαν αυτός ετραγουδούσε. ΕΡΜ. Δεν γνωρίζεις, Χάρων, τι είδους άνθρωπον είχες εις το πλοίον σου; Είνε εντελώς ελεύθερος και αδιαφορεί δι' όλα.