United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ξεύρεις, αχρείε, τον διέκοψεν ο βασιληάς κίτρινος από την οργή, πως τα κτήματα του βασιλείου μου, τα δικά μου και του λαού μου, είνε όλα ελαιώνες, και έρχεσαι να μας ξεπέσης τη τιμή του λαδιού! Γκρεμίσου να μη σε βλέπω, και αν αύριο ευρεθής ακόμη εις τα κράτη μου θα σ' αλείψω με λάδι και θα σε κάψω ζωντανό.

Ο μαντατοφόρος είχε πάθη κ'εκείνος πυρετό και ήταν ακόμη κίτρινος σαν το θειάφι• εγίνετο όμως κόκκινος από το θυμό, όταν μας έλεγε πόσα υπόφεραν αυτός και οι σύντροφοί του εις τη Θεσσαλία. Και το σκληρότερο βάσανό τους ήταν πως δεν ελπίζανε πλια να πολεμήσουν με άλλον εχθρό παρά το κρύο, τη γύμνεια και τη δυσεντερία.

Δυστυχώς ο κίτρινος χιτών ήτο ακέραιος, συνεχής και άνευ πτυχών σχεδόν, ώστε ουδέν ηδύνατό τις να διίδη εκ του παραδόξου τούτου φαινομένου. Έβλεπε μόνον έν όλον μονότονον και απερίγραπτον, τα δε μέρη διέφευγον και το προσεκτικώτατον εταστικόν βλέμμα. Η μήτηρ Πία ωμοίαζεν ουχί απροσφυώς με αγριόν τι άνθος, ου το όνομα εκφεύγει την μνήμην ημών, άνθος λευκόν, άοσμον και άμορφον.

Θαρρώ πως εμέθυσες και θωρείς άλλα των άλλων, είπεν ο Τερερές, προσποιούμενος αδιαφορίαν. — Εκείνο που σου λέω. Για ξάνοιγέ τσοι και θα δης πώς παίζουνε τα μάτια των σαν άστρα ... Να, είδες τηνε πώς του 'χαμογέλασε; Ο Τερερές από κίτρινος έγεινε πράσινος. — Αι! κείντα με γνοιάζει μένα σόλο το ύστερο; είπεν. Αδερφή μου δεν είνε.

Γύρισε, φοβιτσάρη, να ιδής τον εαυτό σου. Καθρέφτη σούκαμα να καθρεφτίζεσαι μέσα. Ο Δημητράκης γύρισε αργάαργά και κύτταξε πάλε το κέντημα. Ήταν κίτρινος σαν το φλωρί· τα μάτια του έρριχναν παράξενες αστραπές. Τα μαλλιά πεσμένα στο μέτωπό του τον έδειχνε σαν να σηκώθηκε από αρρώστεια πολυκαιρινή. Τα χείλη του άσπρα έτρεμαν από τη συγκίνηση.

Μικρόν πριν εισέλθη ο Μανώλης, ιδού τίνες φράσεις διημείβοντο εν τη οικία: — Έννοια σου, κουμπάρε, μην την ακούς αυτή, έλεγε δεικνύων διά νεύματος την σύζυγόν του προς τον Λάμπρον Βατούλαν ο Σπληνογιάννης, τεσσαρακοντούτης, ισχνός, κίτρινος, μ' εσβεσμένα όμματα, προξενών οίκτον.

Μα κ' εκείνη με την ίδια επιμονή κατάματα τον εκύταζε, λέγεις και ήθελε να τον αβασκάνη. Και αληθινά στο τέλος τον αβάσκανε. Ο καπετάνιος έγινε κίτρινος σαν το κερί. Ύστερα για μιας άλλαξε χρώμα κ' έγινε καταμέλανος· ανέβηκε το αίμα να τον πνίξη. Τα μαλλιά του εσηκώθηκαν ορθά· τα μουστάκια του αγρίεψαν, τα μάτια του έρριξαν αστραπές και είτε από τον θυμό είτε από το αβάσκαμα, όλος άρχισε να τρέμη.

Τα παιδιά βλαστημούσαν η γυναίκα χτυπούσε με τα χέρια της το κεφάλι της, τα κορίτσια έκλαιαν. Δεξιά, αριστερά, πέρα, η ίδια θλίψη, ο ίδιος πόνος, η ίδια κατάρα. Ο νοικοκύρης κίτρινος, κίτρινος, με σκυμμένο κεφάλι, και τα χέρια σταυρωμένα πίσω, κοίταζε μ' ανοιχτά μάτια, χωρίς να βλέπη. Είταν σαν τρελλός.

Έως τώρα έχει ερωτευθή με όλες μου της φιλενάδες και ξεερωτεύθηκεν. Για θυμηθήτε την Ελένη. Θα σκοτόνουνταν, θάφευγε, θα σκότωνε τον αρρωβωνιαστικό της. Έ μ μ α. Και τώρα εξακολουθεί να την αγαπά. Προχθές, όταν την αντίκρυσε κάτω, έγινε κίτρινος σαν το πανί. Αυτήν την αγαπά ακόμη, σας το βεβαιόνω εγώ. Λ έ λ α.