Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Πώς μπορεί να βρίσκεται δω ο Τριστάνος; Πώς θάφευγε μπροστά σας; Πώς δε θα σταματούσε άμα άκουγε τόνομά μου; — Μολαταύτα, Βασίλισσα, τον είδα, και μάλιστα του πήρα ένα από τάλογά του. Κυττάχτε το κει κάτω σελλωμένο στ' αλώνι». Αλλά ο Μπλεχερή είδε τη Βασίλισσα θυμωμένη. Λυπήθηκε, γιατί αγαπούσε τον Τριστάνο και τη Βασίλισσα. Την άφησε, μετανοιώνοντας που μίλησε.
ΓΙΑΓΙΑ Κι ως τόσο πάντα τόλεγε, πως ο Σταύρος δε θάφευγε από το σπίτι του ποτέ, αν εσύ είξερες τον καλό τον τρόπο, το μαλακό, τον ήσυχο, για να τονέ πείσης και να τονέ κατορθώσης να κάμη τα θελήματά σου. ΦΙΝΤΗΣ Όσο για μένα, καλύτερα που τονέ ξεφορτώθηκα από πάνου μου. Τέτοιος που είτανε, θα με βασάνιζε αιώνια, ίσαμε τη στερνή μου μέρα.
Είτανε πρωτομαγιά και μιλήσαμε πως μπορούσαμε να την κάμουμε να περάση ευχάριστα για τα παιδιά, όπως το συνηθίζαμε προτήτερα. Στην αρχή μου είταν αδύνατο να φανταστώ πως είταν αληθινό ό,τι έμαθα. Όσο να έρθη η ώρα, που θάφευγε το τραίνο, πήγα κι αγόρασα λίγα φρούτα κι άλλα πράματα, που χρειαζόντανε για τη χαρούμενη μέρα.
Η φιλονικία κατάληξε στα χέρια, και μέσα στο μαλλοτράγμα, κάποιος είπε με πόνον καρδιακό: — Ε! και να ξεφύτρωνες, θεέ μου, τον κριτή μας, τον κυρ-Χρήστο, εδώ πέρα, από καμμιά μεριά, πως θάφευγε ο τρισκατάρατος από τη μέση μας, και πως θα γένονταν όλα μέλι γάλα — Αχ' πούθε να είταν καημένε, είπε ένας άλλος τους, σε μια στιγμή θα ειρήνευαν τα πάντα. — Μούρθε μια ιδέα — είπε ένας άλλος....
Αλλά και ο Τριστάνος, που πολύ τον ντρόπιαζε η υποψία ότι αγαπούσε το θείο του με υστεροβουλία, τον ηπείλησε: ότι αν ο Βασιληάς δεν κάνη το θέλημα των βαρώνων, θάφευγε από την αυλή και θα πήγαινε να υπηρετήση τον πλούσιο Βασιλέα της Γαβοΐας. Τότε ο Βασιληάς έβαλε προθεσμία στους βαρώνους του: σε σαράντα μέρες θάλεγε την απόφασί του.
Έως τώρα έχει ερωτευθή με όλες μου της φιλενάδες και ξεερωτεύθηκεν. Για θυμηθήτε την Ελένη. Θα σκοτόνουνταν, θάφευγε, θα σκότωνε τον αρρωβωνιαστικό της. Έ μ μ α. Και τώρα εξακολουθεί να την αγαπά. Προχθές, όταν την αντίκρυσε κάτω, έγινε κίτρινος σαν το πανί. Αυτήν την αγαπά ακόμη, σας το βεβαιόνω εγώ. Λ έ λ α.
Για ξαναπέ το, κατεργάρη! Ο Μανώλης έκρυψε το πρόσωπόν του και είπε με πείσμα, εις το οποίον εχόρευεν η χαρά: — Δε θέλω, δε θέλω, δε θέλω! — Καλά, μη θες. Άφησε να δης τση κοπελιές και τότε τα λέμε πάλι. Ο Σαϊτονικολής ήτο κατευχαριστημένος, διότι είχε σχηματίσει πεποίθησιν ότι ο Μανώλης, και να τον έδιωχναν, δεν θάφευγε πλέον από το χωριό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν