United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόλις εβγάλαμε τον ανήφορα του Διποτάμου κ' εκονέψαμε 'ςτές Δυο Εκκλησιές. Μας είχε πάρει το μεσημέρι. Φωτιάν έχυνε ο ουρανός από πάνου μας. Ο ήλιος εζάριζε. Αύγουστος μήνας. Βάχτι καλοκαίρι. Της ποταμιάς η πνοή δεν έφταν' εδώ. Και τ' αέρι που κατέβαζαν τα βουνά, άναφτε 'ςτήν πετρίλα που πέρναε και μας έπνιγε τον ανασασμό.

Και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ' άρματα από πάνου. 540 Τότε ο Αινείας σκότωσε κι' αφτός διο παλικάρια των Αχαιώνε, του Διοκλή τους γιους· τον ένα Κρήθο τον λέγανε κι' Ορσίλοχο τον άλλονε.

Κατέβα της λέω, τι κάνεις αυτού πάνου τόσες ώρες; Κι αυτή ανΤι να μ' ακούση, ανΤι να κατεβή, ανέβαινε στα πιο απάνου κλαριά, και μούλεγε πως της αρέσει έτσι σαν πουλί, πως θα ήθελε να βρίσκεται πάντα ψηλά, πως δεν μπορεί να περπατή στη γις, κι άλλες τέτοιες ανοησίες.

Χάμου εκεί πέρα ο Έχτορας σωριάστηκε στις σκόνες, 330 κι' έσκουξε του Πηλέα ο γιος περήφανα από πάνου «Έχτορα, εσύ ίσως έλεγες, σα μούσφαζες το βλάμη, δεν έχει φόβο, θα σωθείς, τι έτυχα εγώ μακριά σου... Άμιαλε! πίσω ξοφλητής στα βαθουλά καράβια καρτέραε ένας πιο γερός, εγώ που εδώ με βλέπεις, εγώ που σ' έσφαξα.

Έπειτα σε χρυσό σταμνί τα παίρνουν και τα βάζουν 795 που μ' άλικα το σκέπασαν σκουτιά απαλοφασμένα· τότες σε λάκκο βαθουλό τα χώνουν, κι' από πάνου χοντρά λιθάρια 'να σωρό σωριάζουν χέρι χέρι.

Στις δέκα τη νύχτα πλακόνει άλλο τάγμα τούρκικο δεξιά. Στέλνω για νερό, στέλνω για βοήθεια στον ανθυπασπιστή τον Παπαγεωργίου πούχε δεκάξη άντρας παρακάτω. Τίποτα. Είχε γερή δουλειά κι αυτός. Κι οι Τούρκοι όλη τη νύχτα πυρ ομαδόν πεντακόσα τουφέκια κατ' απάνω μας· κ' έχτιζαν κι οχυρώματα. Έβλεπες τη νύχτα ημέρα· ένα μέτρο απ' τη γις ξαστεριά, φωταψία, και από πάνου καπνός κι αντάρα.

Τα λόγια της έρχονται κουτρουβαλιαστά το ένα πάνου στ' άλλο, σα να μην έβγαιναν από κεφάλι, μα από μηχανή. Είναι όμως ζωντανά τα λόγια της, γιατί είναι ζωντανή κι αυτή η ίδια, καίει, βράζει, θερμαίνεται, παθαίνεται και σε αφαρπάζει. Η Ρώσσα δεν έχει πήξει ακόμα. Αμέσως έπειτα είδα την Ελληνίδα. Τα φούμαρα έχουν από καιρό ξεθυμαίνει.

Μην κάνεις έτσι Αννούλα μου, παιδί μου. Θα περάση, δεν είναι τίποτα. Είναι της φαντασίας σου. ΑΝΝΟΥΛΑ. Όχι! όχι, δεν είναι της φαντασίας μου. Να, άκου, άκου! Από κει είναι, από κει. Σηκώνεται ύστερα σιγά σιγά και προχωρεί φοβισμένη στο παράθυρο. Να, να! γλυστρά, αυτή η μαυρίλα, γλυστρά πάνου στο δρόμο, και μουγγρίζει, ακούτε πώς μουγγρίζει; — και προχωρεί προς τα εδώ, όλο προς τα εδώ.

Γιατί καθώς γυρνούσε 40 πρώτος να φύγει, τούμπηξε στη ράχη το κοντάρι, των ώμων του καταμεσύς, και τόβγαλε ως στα στήθια. Και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ' άρματα από πάνου.

Ψάχνω εκεί και βρίσκω εύκολα τα λουριά της μάλλινης ίγγλας της, τα λύνω και την ξαλαφρόνω από το σαμάρι. Ύστερα την ετράβηξ' από το καπίστρι κ' εσηκώθηκε ορθή. Όταν σηκώθηκε ορθή έρευαν ποτάμι τα νερά από πάνου της, σαν είχε βουτηχθή 'ςτο βηρό μέσα.